Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

«Το μοτίβο του δολοφόνου» μυθιστόρημα

γράφει η Διώνη Δημητριάδου*



του Γρηγόρη Αζαριάδη

από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης


Οι αστυνομικές ιστορίες, όταν είναι καλογραμμένες, μπορούν να σταθούν δίπλα στις άλλες λογοτεχνικές δημιουργίες ίσοις όροις. Και το δηλώνω αυτό εξ αρχής, γιατί δεν έχω τη διάθεση να απολογηθώ γιατί μου αρέσει κάποιο noir μυθιστόρημα. Μια μαύρη, σκοτεινή αστυνομική ιστορία διαθέτει όλα αυτά που θα ευχόταν να βρει ο αναγνώστης στις σελίδες ενός βιβλίου. Πλοκή, περιπέτεια, φανερούς και κρυφούς ήρωες, ανατροπές, αιφνιδιασμούς, απρόοπτες εξελίξεις, απομυθοποίηση καταστάσεων, ακόμη και μια σωστή λογοτεχνική γλώσσα χωρίς λεκτικούς ακροβατισμούς και άστοχο βερμπαλισμό. Γιατί η αστυνομική πλοκή πρέπει να ακολουθεί ένα γρήγορο ρυθμό, χωρίς πλατειασμούς και απεραντολογίες, αλλιώς έχει χάσει το παιχνίδι, το στοίχημα της ενδιαφέρουσας ανάγνωσης.
Στην περίπτωση του Γρηγόρη Αζαριάδη, η αστυνομική λογοτεχνία βρίσκεται σε καλή στιγμή. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει τα δύο πρώτα του βιβλία (πάλι στο ίδιο είδος), έτσι δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω αν όντως πρόκειται για το καλύτερό του, όπως λένε. Κρίνοντας, ωστόσο, από το «Μοτίβο του δολοφόνου» εκτιμώ ότι το ταλέντο της γοργής - και συναρπαστικής σε πολλά σημεία - γραφής υπάρχει.
Θα απαριθμήσω τα πολύ θετικά στοιχεία της γραφής του και θα αφήσω στο τέλος μια μικρή ένσταση, η οποία όμως δεν ανατρέπει καθόλου το θετικό ισοζύγιο, αντιθέτως πιστεύω μπορεί να συνεισφέρει σε μια ακόμη ανώτερη ποιοτικά μελλοντική παρουσία.
Πρώτο θετικό, με το οποίο ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος από την πρώτη μόλις σελίδα. Ο συγγραφέας τοποθετεί τον αναγνώστη του από την αρχή απέναντι στον δολοφόνο, παρέχοντάς του τη γνώση της σκέψης του, σαν να λέμε μας βάζει το μυαλό του. Έτσι επιτυγχάνει δύο πράγματα, πολύ βασικά για τη συνέχεια της ανάγνωσης. Από τη μια ο αναγνώστης βρίσκεται στην πλεονεκτική θέση να γνωρίζει περισσότερα και από το θύμα (που με μαθηματική ακρίβεια κινείται προς το πεπρωμένο του) αλλά και από τους διώκτες του εγκλήματος, που αρχικά στα τυφλά και κατόπιν συλλέγοντας προσεκτικά στοιχεία θα οδηγηθούν στη λύση. Θα λέγαμε πως ο αναγνώστης ενσαρκώνει την «τραγική ειρωνεία», χρησιμοποιώντας φυσικά εδώ απολύτως καταχρηστικά τον όρο, εφόσον αυτός αφορά τα θεατρικά δρώμενα, κατά Αριστοτέλη. Παράλληλα ο αναγνώστης έχοντας αυτό το πλεονέκτημα δεν μπορεί παρά να κινητοποιεί τη δική του σκέψη συλλέγοντας τα δικά του στοιχεία και διαβάζοντας πίσω από τις λέξεις του συγγραφέα, οδηγούμενος με σχετική βεβαιότητα (μια που αυτή εξαρτάται από την παρατηρητικότητα που διαθέτει) στη δική του λύση.

Δεύτερο θετικό στοιχείο επισημαίνεται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας τοποθετεί στην εικόνα της κάθε μιας από τις δολοφονίες τρία πρόσωπα, που σαν από κάποια κίνηση της μοίρας δίνουν ραντεβού στο ίδιο σημείο την ίδια στιγμή. Τα δύο πρόσωπα είναι φυσικά απαραίτητα για να στηθεί το σκηνικό, ο θύτης και το θύμα. Το τρίτο πρόσωπο, ο αυτόπτης ή ο αυτήκοος μάρτυρας,  κάθε φορά βρίσκεται σχεδόν κοντά, ώστε να μπορεί να δώσει ένα αόριστο ή ασαφές στοιχείο, πάντοτε το ίδιο. Προσωπικά, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την εκδοχή. Τόσο κοντά, ώστε να δει αυτό το ελάχιστο, αλλά και τόσο μακριά, ώστε η μαρτυρία να μην προσφέρει επιφανειακά τίποτα. Αν, όμως, δοθεί περισσότερη προσοχή…


Τρίτο και πολύ σημαντικό, εφόσον μιλάμε για αστυνομικό μυθιστόρημα, εδώ έχουμε ένα χειρισμό της πλοκής τέτοιο, που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου.



Ο άντρας την κοίταζε αμίλητος. Το παγωμένο βλέμμα του την έκανε να ανατριχιάσει. Τέντωσε το χέρι και την σημάδεψε. Η γυναίκα είδε την αποτρόπαιη μάσκα του τρόμου να την αγκαλιάζει με αόρατα χέρια κι ένιωσε τα παγωμένα δάχτυλα να ψαχουλεύουν τον λαιμό της. «Μην το κάνεις… σε παρακαλώ!» Τρείς πυροβολισμοί ήρθαν σαν απάντηση στην ικεσία της. Οι βολίδες σφηνώθηκαν ψηλά, στους μηρούς. Παραπάτησε κι έγειρε προς τα πίσω. Τα χέρια της υψώθηκαν αβέβαια σαν να προσπαθούσε να προστατέψει το σώμα της απ’ αυτό που καταλάβαινε ότι θα ακολουθούσε. Την πλησίασε λίγο περισσότερο. Τράβηξε ξανά τη σκανδάλη. Άλλοι δυο πυροβολισμοί χαμηλά, στην κοιλιά. Η Περσεφόνη γλίστρησε απαλά προς τα κάτω και σωριάστηκε ανάσκελα στον δρόμο. Ο άντρας πλησίασε λίγο ακόμα. Τα δευτερόλεπτα μέχρι τους επόμενους πυροβολισμούς αργοσύρθηκαν σαν βαριεστημένες χελώνες. Άλλες δυο βολίδες στο στήθος. Έμεινε να την κοιτάζει ακίνητος. Πήγε πάνω της. Ακούμπησε σχεδόν το περίστροφο στο μέτωπό της. Μια τελευταία βολίδα. Εξ επαφής.
Τα στοιχεία δίνονται με μέτρο, εκεί που κι εσύ αναζητάς την ανανέωσή τους, προκειμένου να προχωρήσει η σκέψη σου ή να επιβεβαιώσεις κάποια υποψία σου προς τη σωστή κατεύθυνση. Άλλωστε, το όνομα που περιμένεις να ακούσεις θα το δεις γραμμένο ακριβώς δυο σειρές πριν το τέλος. Σωστό αυτό, γιατί, τι μένει πλέον να γραφεί, όταν όλα έχουν ήδη οδηγηθεί στη λύση;
Θα πρόσθετα ως τέταρτο θετικό της γραφής το γεγονός ότι η αφήγηση δεν πέφτει στην ευκολία να περιγράψει την ατμόσφαιρα της οικονομικής κρίσης, κάτι που θα αποπροσανατόλιζε το ενδιαφέρον από τη σκοτεινή υπόθεση των δολοφονιών. Έτσι η Αθήνα της κρίσης, που τοπικά και χρονικά δίνει το πούκαι το πότε της αφήγησης, λειτουργεί μόνο ως μακρινό φόντο όλης της ιστορίας.
Πέμπτο και καθόλου αμελητέο, το γεγονός ότι ο Αζαριάδης έχει πολύ μελετήσει πριν καταγράψει τα αστυνομικά δεδομένα μιας ιστορίας που εκτυλίσσεται και στην Αθήνα, σκιαγραφώντας το προφίλ ενός κατά συρροή δολοφόνου μεσογειακού τύπου, αλλά και αυτό ενός Βορειοευρωπαίου με ανάλογες τάσεις, που θα λειτουργήσει ως πρότυπο για τον εγχώριο. Έτσι επιτυγχάνεται η αληθοφάνεια κινήσεων, τεχνικών, αλλά και αυτή του περιβάλλοντος ενός ανακριτικού γραφείου, ενός νεκροτομείου ή του τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής και Προσωπικής ιδιοκτησίας. Η επιλογή του μάλιστα να δώσει τον κεντρικό αστυνομικό ρόλο σε γυναίκα προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για το «θηλυκό μυαλό», που θα προχωρήσει προς το ελάχιστο φως στο τούνελ, εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουν απλώς σκοτάδι.

Την εμμονή του συγγραφέα στις λεπτομέρειες, και την αγάπη του στις επαναλήψεις, ίσως κάποιος να την προσμετρούσε στα αρνητικά της γραφής, ωστόσο εμένα μου μοιάζει περισσότερο σαν προσωπικό στυλ, που οφείλει να αποκτά ένας  συγγραφέας, καθόλου ενοχλητικό, ίσα ίσα το θεωρώ έκτο θετικό στοιχείο. Το συνηθίζεις και πια το αναμένεις.

Έχω, όμως και μια ένσταση. Χρησιμοποιεί με μεγάλη συχνότητα την παρομοίωση, η οποία λειτουργεί μεν θετικά στην κατεύθυνση της χιουμοριστικής πινελιάς, που κάνει πιο ελαφρύ το ζοφερό σκηνικό της σειράς των δολοφονιών, όμως δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Διαβάζοντας σκεφτόμουν την ομοιότητα ως προς αυτό το σημείο με τον Philip Kerr, ο οποίος επίσης κάνει κατάχρηση αυτού του μέσου. Εγείρω, λοιπόν, αυτή την ένσταση για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι χρησιμοποιώντας την παρομοίωση ως χιουμοριστικό μέσο φαίνεται σαν όλοι οι χαρακτήρες να έχουν την ίδια αίσθηση του χιούμορ (αυτή που τους υπαγορεύει ο συγγραφέας), πράγμα φύσει αδύνατον. Ο άλλος είναι, για να επανέλθω σε κρίση που έγινε παραπάνω, η αστυνομική λογοτεχνία έχοντας ως είδος πολλά από τα ατού μιας συγγραφής, δεν έχει απολύτως καμία ανάγκη από λογοτεχνικά τεχνάσματα, εν προκειμένω από την παρομοίωση, η οποία κρίνεται τελείως περιττή, αν όχι επιβλαβής.

Στη συνολική θεώρηση τα θετικά κερδίζουν κατά κράτος, μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να κρίνει έως και πλεονάζουσα την παραπάνω παρατήρηση. Πιστεύω όμως ότι πολύ καλές πένες όπως ετούτη εδώ, αν δουν και την ελάχιστη αλλαγή ύφους ως θετική, θα δώσουν ακόμη καλύτερες προτάσεις γραφής. Η περίπτωση του Γρηγόρη Αζαριάδη ανανεώνει την αστυνομική λογοτεχνία προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι λάτρεις του είδους θα αγαπήσουν το «Μοτίβο του δολοφόνου». Οι σκεπτικιστές ας το δοκιμάσουν, αρχικά σαν μια αλλαγή από τα υπόλοιπα είδη. Στη συνέχεια πιστεύω θα συναριθμηθούν στους αναγνώστες που αγαπούν το noir. Και εδώ έχουμε μία από τις καλύτερες εκδοχές του.


Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»


Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

«Μαύρο εκλεκτό» του Γιάννη Ευσταθιάδη

«Μαύρο εκλεκτό»
διηγήματα
του Γιάννη Ευσταθιάδη

από τις εκδόσεις Μελάνι

Έρωταςμοναξιάχρόνος και θάνατος. Κοινό τους σημείο η απώλεια, έτσι όπως αναδύεται άλλοτε αυτονόητα και άλλοτε πάλι μετά από συνειδητή πορεία αυτογνωσίας. Και αν έπρεπε να χρωματίσουμε τις λέξεις αυτές με όλη την πείρα που αποκομίζουμε βιώνοντας αυτήν την απώλεια που φέρουν μέσα τους, το χρώμα που θα προέκυπτε στον πίνακα θα ήταν οπωσδήποτε μαύρο. Αυτό το απόλυτο μαύρο που περικλείει στο σώμα του όλα τα άλλα φωτεινά και σκιερά. Τα ενσωματώνει, τα καταργεί, τα μεταλλάσσει. Τελικά τα αναδεικνύει πίσω από το μαύρο φόντο του. γιατί το μαύρο δεν μπορεί παρά να είναι εκλεκτό.
Γύρω από αυτές τις λέξεις και με αυτή τη διάθεση χρωματισμού φτιάχνει ο Γιάννης Ευσταθιάδης τις δεκατέσσερις ιστορίες του στο πρόσφατο βιβλίο του. Και ανατέμνει τις ανθρώπινες σχέσεις με εκείνο το μικροσκοπικό, σχεδόν αόρατο μαχαίρι που μόνο αληθινοί λογοτέχνες κατέχουν τον χειρισμό του, ανοίγοντας τομές από όπου μπορείς να δεις  το βάθος τους.
Μια καθημερινότητα με τη βαρετή ρουτίνα της, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς στην ευχή μπορεί να αποτελεί θέμα διηγήματος, σε οδηγεί να κατανοήσεις:
«το πένθος, τη διάσταση της ερωτικής αναπηρίας» (Η οδοντόβουρτσα)

Ένα διήγημα φτιάχνεται όχι κλασικά γύρω από ένα γεγονός αλλά πάνω στο ελάχιστο μιας στιγμής, στον χρόνο που αναλογεί στη λειτουργία της αφής. Υπάρχει άραγε ισχυρός δείκτης προστασίας για το ερωτικό άγγιγμα;
«Έγνεψε με το κεφάλι πως ‘όχι’. Κοκκίνισε ολόκληρος και έφυγε τρέχοντας. Άκουσε πίσω του πάλι το γέλιο της γυναίκας, αυτή τη φορά καθαρό, χωρίς κανένας παφλασμός να αναμειγνύεται στη σχεδόν ερωτική του συχνότητα» (Δείκτης προστασίας)

Πότε, λένε, περνάει η ζωή από μπροστά σου σαν κινηματογραφική ταινία; Και ποιες σκηνές το υποσυνείδητό σου, εκεί στο κατώφλι του επικείμενου θανάτου, επιλέγει να προβάλει σαν τελευταίο σκηνικό ζωής; Το μαύρο κουτί είναι διαφορετικό για τον καθένα και συχνά μάλλον θα αντιστοιχεί σε καλά φυλαγμένους φόβους που πια δεν έχουν νόημα να κρύβονται:
«Φλόγα ξανά. Φωτιά. Μυρωδιά βενζίνης. ‘Τι έκανες; Θα μας κάψεις όλους! Δεν σου ’πα να μην παίζεις με αναπτήρες;’» (Μαύρο κουτί)

Η ακοή είναι ικανή να πλάσει εικόνες. Τι την καθοδηγεί; Η επιθυμία, το υποσυνείδητο που επιμένει απέναντι στην τόσο ανίσχυρη συνείδηση των καταστάσεων;
«Απορροφά με τεντωμένα τα αφτιά του τον τριζάτο ήχο που κάνουν τα δάχτυλα πάνω στο νάιλον και μετά αισθάνεται τον συριστικό σχεδόν ήχο κατά μήκος του ποδιού» 
Και η εξαπάτηση, τόσο αιφνιδιαστικά απρόσμενη, θα αφήσει γύρω
«μια ταριχευμένη από βλέμματα σιωπή» (Ο βελονισμός)

Στο μικρό και αριστουργηματικό Επ’ αμοιβή θα παιχτεί ένα ευφυές παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και στη μυθοπλασία, που τόσο κοντά είναι στο άλλο παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο. Και πάνω απ’ όλα μια παρανόηση. Μπερδεύεται ο συμβολισμός με τον νατουραλισμό; Στη λογοτεχνία ποτέ! Η ζωή, όμως, σκαρώνει παγίδες και μπερδέματα:
«‘Αχ, φίλε μου’ ψιθύρισα, ‘λάθος σε πληροφόρησαν. Εγώ ήμουν ανέκαθεν νατουραλιστής’» (Επ’ αμοιβή)


Τον όρο διακειμενικότητα τον γνωρίζουμε. Πολύ συχνά συναντάμε στην πεζογραφία τις προσμείξεις από άλλους λογοτέχνες, τις συνομιλίες που εμπλουτίζουν τον κόσμο των ιστοριών. Πώς να ονομάσουμε, όμως, τη συνομιλία της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο; Στο ευρηματικό Σιωπηλός μάρτυς διαβάζεις και οι σκηνές έρχονται κατευθείαν από το χιτσκοκικό περιβάλλον:
«Μπαίνω σήμερα στην όγδοη εβδομάδα ακινησίας. Σε λίγες μέρες, όπως μου λένε, θα βγάλουν τον γύψο.
Έχω απορροφηθεί από την πολυθρόνα, έχω γίνει προέκτασή της, δεν είμαι πια ένας άνθρωπος που κάθεται, αλλά ένα σώμα που φυτρώνει σαν φυλλωσιά στα ξύλινα πόδια της» (Σιωπηλός μάρτυς)
Ο συγγραφέας στο τέλος παραθέτει τις σημειώσεις του γι’ αυτόν που διαβάζοντας δεν έκανε τις αυτόματες συνδέσεις.

Το σουρεαλιστικό τοπίο εισβάλλει απρόσμενα σε αρκετά σημεία των αφηγήσεων (Μαύρο φόρεμαΗ τρίλια του διαβόλουΟ παλιός ήλιος), μάλλον σε αγαστή συνεργασία με το απολύτως ρεαλιστικό σκηνικό. Πατά στο τώρα και στο βέβαιο, για να απογειωθεί στο πάντοτε και στο αμφίβολο. Ίσως μια υπόμνηση προς τον αναγνώστη ή μια εσωτερική ανάγκη επιβεβαίωσης μιας προσωπικής αλήθειας. Αυτό που βλέπουμε και κατανοούμε ως υπαρκτό και αναμφισβήτητο μήπως εμπεριέχει την αναίρεσή του;

Ιστορίες με επεξεργασμένη μνήμη,
«Ήθελα ο ήρωάς μου να θυμάται, αλλά να μη νοσταλγεί. Αγαπώ τη μνήμη, αλλά μισώ τη νοσταλγία (γι’ αυτό λατρεύω την ώχρα και απεχθάνομαι το μοβ)» (Η προσωπογραφία)
 με υπόρρητα σχόλια,
«μόνο σκοτάδι από το πιο εκλεκτό μαύρο χρώμα καραδοκεί και παγερή σιωπή» (Μαύρο εκλεκτό)
που ανιχνεύονται από τον αναγνώστη, συνοδευτικά της γοητείας που ασκεί η ταλαντούχα πένα του Ευσταθιάδη. Ιστορίες που σε ξαφνιάζουν με τη χρήση της γλώσσας και με την πλοκή. Ιστορίες που συχνά δεν έχουν θέμα, είναι οι ίδιες το θέμα.
Το μαύρο εκλεκτό χρώμα με το οποίο ντύθηκαν οι ιστορίες του βιβλίου έδωσε, εκτός από το απαραίτητο σκοτεινό πλαίσιο για να κινηθούν οι ήρωες, και το πολύ ξεχωριστό στυλ, κάτι που δεν συναντάμε συχνά στους διηγηματογράφους. Ο συγγραφέας όμως εν προκειμένω έχει άποψη για την παρουσίαση των κειμένων του, και μάλιστα πολύ ενδιαφέρουσα.

Διώνη Δημητριάδου


 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»