Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

«23 μέρες» της Ασημίνας Ξηρογιάννη


γράφει η Διώνη Δημητριάδου*


(μια ποιητική πρόταση μέσα σε μια απρόσμενα πολυδιάστατη φόρμα)



εκδόσεις Γαβριηλίδης
  

Πώς γράφονται αλήθεια τα ποιήματα; Πώς βρίσκει ο στίχος το νήμα, πώς αιχμαλωτίζει τη στιγμή; Ποια η αρχή της δημιουργίας; Θα μπορούσε να γραφεί λόγος δοκιμιακός στο θέμα αυτό, σε μια προσπάθεια αναζήτησης της αφετηρίας του αισθήματος, γνωρίζοντας πως ταυτόχρονα ανιχνεύεται και το ‘γιατί’ της γραφής.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη έθεσε αυτό το ‘πώς’ και το ‘γιατί’ στο κέντρο της τελευταίας της ποιητικής συλλογής. Πρωτότυπο; Ίσως όχι, μια που κάθε που κατατίθεται μια ποιητική πρόταση αυτονόητα εμπεριέχει και την αφορμή της. Μόνο που αυτή δεν είναι συνήθως ορατή αλλά υποκρυπτόμενη -συχνά σκοπίμως- έτσι ώστε το ποίημα να απευθύνεται στον κάθε αναγνώστη προσωπικά και να απαιτεί από αυτόν τη δική του ερμηνεία. Εδώ, λοιπόν, η ποιήτρια θέλησε να καταστήσει φανερή την αφορμή της έμπνευσής της. Τουλάχιστον αυτό δηλώνει στο 12ο ποίημα:

Η υπόθεση του βιβλίου που γράφει τώρα:
 Κάτι σαν ποιητική νουβέλα in progress.
 Μια νεαρή γυναίκα
 κλεισμένη σε ένα δωμάτιο για 23 μέρες
 περιμένει να γυρίσει πάλι κοντά της
 ο εραστής της
 (ή, καλύτερα, να επιλέξει να γυρίσει πάλι κοντά της).

Διαβάζοντας αυτά τα 23 ποιήματα (που αντιστοιχούν εν είδει ημερολογίου στις 23 μέρες του τίτλου της συλλογής) παρακολουθούμε από τη θέση του θεατή (όπου μας έχει τοποθετήσει η ποιήτρια) τη σκέψη αυτής της γυναίκας που εγκαταλελειμμένη από τον εραστή της θα αναμείνει την επιστροφή του (ως απόφαση επιλεγμένη από αυτόν), διχασμένη ανάμεσα στην ανάμνησή του και στην απόγνωση για μια σχέση που έτσι κι αλλιώς έβρισκε την ανάσα της στη σιωπή

Η σχέση τους ένα ερωτηματικό

Έτσι εισχωρούμε στον κόσμο της εγκατάλειψης, της απώλειας, όπως αυτή βιώνεται από τη Σοφί, την ‘ηρωίδα’ αυτής της υβριδικής γραφής.
Ήδη έχει γίνει αντιληπτή η ιδιαιτερότητα αυτής της ποιητικής συλλογής. Ας δούμε πρώτα τη μορφή. Στα περισσότερα ποιήματα προτάσσεται σε πεζή γραφή κάτι που με πρώτη ανάγνωση μοιάζει σαν σκηνοθετική οδηγία. Ωστόσο νομίζω πως είναι κάτι πιο σύνθετο από αυτό το απλό τέχνασμα, που μεταλλάσσει τον αναγνώστη σε θεατή δίνοντάς του ταυτόχρονα την εικόνα και τη σκηνική παρουσία, απαραίτητη στο θέατρο, όχι όμως αναγκαία στην ποίηση. Εκεί την εικόνα τη δημιουργεί, όπου είναι υποκειμενικά δυνατό, ο αναγνώστης. Αυτό που επιχειρείται εδώ είναι η εκφορά του διττού λόγου. Από τη μια ακούμε τη γυναίκα, που ως παρουσία αντιδρά στο γεγονός της μοναξιάς της. Και από την άλλη διαβάζουμε την ποιήτρια, που μετατρέπει την οδύνη σε ποιητικό λόγο. Έτσι η γυναίκα παρατηρεί και σχολιάζει τον εαυτό της και η ποιήτρια απαντά σε πρώτο πρόσωπο με τους στίχους της δίνοντας την άλλη διάσταση αυτής της οδύνης, τη διαχρονική, αυτή που αφορά όλους τους αποδέκτες της ποίησης. Ο πεζός λόγος απογειώνεται σε ποίηση, αλλά και η ποίηση ακουμπά τις λέξεις της στη γήινη πεζότητα για να επιζήσει.

Η Σοφί σε όλη της τη ζωή πάλευε με τους ορισμούς, άλλοτε να ορίσει τα πράγματα, βάζοντάς τα και σε «κουτάκια» ακόμα. Άλλοτε πάλι εργαζόταν προς την κατεύθυνση να καταλύσει καθετί οριστικό, να διαλύσει οποιαδήποτε βεβαιότητα. «Οι βεβαιότητες χαλάνε τη μαγεία της ζωής». Η βεβαιότητα και η ποίηση είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα.
Ορισμοί(;)
Αν έκανα μια απόπειρα να σε ορίσω,
θα έλεγα ότι είσαι ο χώρος σου.
Για μένα θα έλεγα ότι είμαι ο δικός μου χώρος.
Όσο για μας τους δύο
θα έλεγα
ότι είμαστε δύο χώροι που ενώθηκαν
και αυτή ακριβώς η πράξη (της ένωσης)
γέννησε τον (κοινό) χρόνο τους.

Αν, όπως φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα, ο πεζός λόγος πληροφορεί περισσότερο θα λέγαμε για τη συγκεκριμένη συνθήκη της γυναίκας, έρχεται κατόπιν ο ποιητικός λόγος για να επεκταθεί στη διαχρονική κατάσταση που αφορά τις σχέσεις γενικότερα. Η μοναδικότητα του κάθε προσώπου που εισέρχεται σε μια σχέση, η αδιέξοδη προσπάθεια να συνυπάρξουν οι δύο διαφορετικές οντότητες, να συμπλεύσουν οι δύο ετερότητες. Η τραγικότητα τελικά της χρονικής μόνο ταύτισης. Διπλά οδυνηρή όταν έρθει η στιγμή της αποσύνδεσης.

Αυτό μου αποκαλούμε «σχέση»
δεν είναι παρά ένα σχεδίασμα εν τέλει–
όπως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού, ας πούμε–
«Κι όμως, εκεί βρίσκεται όλη η ουσία της,
είναι κάτι σαν work in progress», μου λες εσύ.
«Κι όμως, εκεί συνίσταται η γοητεία της,
στο ότι ατέρμονα συνδιαλέγεται με το χάος», σου λέω εγώ.
(Ίσως είναι η πρώτη φορά που οι απόψεις μας συγκλίνουν κάπως)
(Ίσως πρέπει να χωρίσουμε οριστικά).





Ως προς το θέμα, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η αναφορά της ποιήτριας που είδαμε παραπάνω. Αν δεχθούμε όμως ότι εδώ επιχειρείται κάτι πιο σημαντικό από μια ακόμη ποιητική εικόνα ερωτικού περιεχομένου, είναι ανοιχτός ο δρόμος για να ανιχνεύσουμε κάτω από το  προσχηματικό σκηνικό ένα λόγο που ερευνά -με δοκιμιακά στοιχεία πια- τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη. Ή καλύτερα το κοινό σημείο στο οποίο οι δύο πραγματικότητες (γιατί και η τέχνη είναι μια υπαρκτή διάσταση) αγγίζονται, έτσι ώστε η μία να τροφοδοτεί και να ανανεώνει τον λόγο ύπαρξης της άλλης.

«Kαι μην τολμήσεις να με κάνεις ποίημα! Μην τολμήσεις! Μ’ ακούς;» του φώναξε από το παράθυρο καθώς εκείνος έμπαινε στο παλιό του αυτοκίνητο. Και αμέσως μετά μουρμούρισε: «Mόνο η ζωή σου θέλω να ’μαι». Μ’ αυτά τα λόγια στο στόμα της η Σοφί έτρεξε και πήρε το σημειωματάριό της απ’ το καφέ κομοδίνο και άρχισε να γράφει με λύσσα. Μέσα στο σώμα της είχαν φωλιάσει όλοι οι λυγμοί του κόσμου.
«Με νάρκωσαν και με βίασαν».
Δεν απέχω και πολύ από αυτή την κατάσταση.
Σθεντόν και ψυχολογική βία.
Τα σθεντόν είναι παλιά ιστορία
Που το σώμα θυμάται.
Μια παλιά υστερία, καλύτερα.
Τα τοποθέτησα σήμερα κιόλας (όπως τότε) πάνω στο κομοδίνο μου
για ασφάλεια.
Έχω άλλες 22 μέρες μπροστά μου (και την μισή σημερινή).
Σθεντόν και βία.
Η βία.
Aυτή η ατέρμονη εσωτερική ένταση
που προκαλεί το αίσθημα του ανικανοποίητου και η επίγνωσή του,
αυτή η βία σαν σαράκι
μού κατατρώγει την ψυχή.
Μια δύναμη απολύτως καταλυτική για την ισορροπία μου.
Αναρωτιέμαι αν βιβλία σου θα πάρουν ποτέ θέση στο κομοδίνο μου,
(και άρα εσύ στη ζωή μου)

Πώς η ζωή γίνεται ποίημα; Και πάλι, αυτό το ποίημα πώς συνδιαλέγεται με τη ζωή, φορώντας πια το ένδυμα μιας άλλης οντότητας; Αλλά και όλο αυτό ποιος το αντέχει;  Ερώτημα που διατρέχει όλα τα ποιήματα, καθώς η γυναίκα διαπραγματεύεται με τον εαυτό της την πιθανή της έξοδο (τα σθεντόν είναι παλιά ιστορία) θεαματική και απολύτως μοναχική.

Η δόκιμη σκέψη λατρεύει την ανάλυση, σε αντίθεση με τις σιωπές που αγαπά η ποίηση. Ο δόκιμος ο λόγος έχει δικές του σταθερές που αναιρούνται με την ποιητική μεταφορικότητα. Δεκτά όλα αυτά, ωστόσο συναντάμε καμιά φορά παράδοξες αναμείξεις. Όπως εδώ, στις «23 μέρες» του ποιητικού λόγου της Ασημίνας Ξηρογιάννη, που με αφορμή μια ερωτική ιστορία που περιγράφεται μέσα από τη χρήση του πεζού λόγου γεννιέται ποιητικός λόγος, που με τη σειρά του μιλά δοκιμιακά όχι τόσο σε ύφος όσο σε θεματική και σε ανάλυση. Θεωρώ πως έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση, που δεν ξέρω αν μπορούμε να την ονομάσουμε μόνο ποιητική έτσι πολυδιάστατα που μας παρουσιάζεται. Ακόμα και μόνο σαν μια πειραματική γραφή να τη δούμε, έχει την αξία της. Νομίζω, ωστόσο, πως έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα, με ωριμότητα και συνείδηση του εγχειρήματος. Πρόκειται για μια ποιητική πρόταση με προεκτάσεις πολύ ενδιαφέρουσες. Ποιητική νουβέλα in progress ονομάζει η ίδια η ποιήτρια τα ποιήματά της. Με καλύπτει η δυναμική της φράσης in progress, αφού η ποίηση συνδιαλεγόμενη με τη θνητή της αφορμή (που μπορεί εν προκειμένω να είναι μια ιστορία ερωτικής μοναξιάς και απόγνωσης) είναι ανοιχτή σε σχεδιάσματα του λόγου που εκπλήσσουν με τη δυνατότητα να συνυπάρχουν μαζί της. Σε τελευταία ανάλυση όλα ξεκινούν από μια λευκή σελίδα, μια σιωπή. Το πώς θα ερμηνεύσεις αυτή τη σιωπή, πώς θα γεμίσεις τη σελίδα ώστε να ηχήσει ο λόγος, είναι και η ουσία της δημιουργίας.

Διώνη Δημητριάδου





 Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»