Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Λίγα λόγια για τον "Ανέστιο" της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη



γράφει η Νότα Χρυσίνα*




"Ανέστιος" ο ήρωας και όχι άστεγος. Η εστία του γίνεται η γραφή. Εστία ως φιλοξενία αλλά και εστία ως σημείο αναφοράς και συγκρότησης εαυτού. Η γραφή γίνεται εστία και δομεί έναν νέο εαυτό. Η γραφή συνθέτει και συγκροτεί το εδώ και τώρα συμφιλιώνοντάς το με το παρελθόν το οποίο ακολουθεί όπως και η πόλη μια δεύτερη εστία μέσα στην οποία οδεύει ο ήρωας ξετυλίγοντας το μίτο της Αριάδνης μνήμης του. Η πόλη -εστία του αλεξανδρινού σε ακολουθεί και η γραφή -εστία σε τοποθετεί μέσα στην Ιστορία. Ο βάρβαρος είναι ο εσώτατος εαυτός. Ο βάρβαρος ως κατακτητής δεν θα έρθει διότι κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που γυρεύει την ταυτότητά του αφού απαρνηθεί τον συμβολικό εαυτό του που είναι δημιούργημα των εκάστοτε θεσμών. Ο ανέστιος είναι ο άνθρωπος που αναζητά τον εαυτό του οδεύοντας μέσα από τις δαιδαλώδεις δυσκολίες της ζωής στον θάνατο, την μόνη βεβαιότητα. Οδεύει όμως γνωρίζοντας πως υπάρχει και πως αυτό το γνωρίζει ώστε να αναφωνεί πως τίποτα πέραν αυτού δεν γνωρίζει.

Ο Η.Κ. σε εναν τόνο εξομολογητικό που θυμίζει τον ήρωα στην "Μεταμόρφωση" του Κάφκα διηγείται την δική του μεταμόρφωση από εφέστιο σε ανέστιο. Καταγράφει τις μέρες του που διανύουν Κυριακή σε Κυριακή και τις σχέσεις του που μεταμορφώθηκαν πριν ο ίδιος διαλέξει να διαρρήξει την σχέση του με τον χρόνο. Κινείται μέσα στον χώρο σε ένα ατελείωτο οδοιπορικό όπως και η ίδια η πόλη χωρίς να μπορεί να σταματήσει παρά μόνο για λίγο. Ο χρόνος του παρελθόντος εισχωρεί στο παρόν ως μνήμη και ως βίωμα. Όσο προσπαθεί να απαλλαγεί από το παρελθόν τόσο αυτό ορμάει μέσα από το ασυνείδητο και αποκτά σώμα μέσα από την γραφή. Ο ήρωας είναι εντός του μέλλοντός του ενώ ζούσε μια "κανονική" ζωή με την οικογένειά του. Ήταν ένας πλάνητας πριν να γίνει ανέστιος και να περιπλανιέται στον δρόμο. Ο δρόμος είναι η οδός της δικής του αλήθειας και η γλώσσα αποτυπώνει την οδό της σκέψης του. Οι σκέψεις του είναι οι μόνες που δεν τον αποχωρίζονται και οι μόνες συνοδοιπόροι του. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Η μοναδική διέξοδος είναι η έξοδος. Η έξοδος στην Βίβλο και η Οδός που είναι ένα όνομα της θρησκείας διατρέχει την σκέψη του ανθρώπου που μέσα από την φιλοσοφία προσπέρασε τον μύθο και την Ιστορία και έμεινε ανέστια στο παρόν.

Ένα ποίημα που θα μπορούσα να πω πως συνομιλεί με το κείμενό της η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι το "Ας φρόντιζαν" του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο "Ανέστιος"φυσικά συνομιλεί με φιλοσοφικά κείμενα, καθώς η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας, αλλά και με την λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τον Κάφκα. Ωστόσο, ο Καβάφης συμπυκνώνει ολόκληρο τον ελληνισμό που διαμόρφωσε το παρόν μας, ένα παρόν στο οποίο καταντήσαμε ανέστιοι και πένητες μετά από έναν δαπανηρό βίο. Ο βίος μας δαπανήθηκε στο κυνήγι του ωφέλιμου και οι κραταιοί θεοί από καιρό να έχουν πεθάνει ώστε να μην υπάρχει οδός έτσι που την ζωή μας χαλάσαμε.




Ας φρόντιζαν Αναγνωρισμένα


Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους—
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Ας φρόντιζαν (ανάγνωση)
(διαβάζει: Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος)





Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει. Σπούδασε φιλοσοφία στο Α.Π.Θ. και στη Σορβόννη και είναι καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. Εκτός από μελέτες, δοκίμια και άρθρα, έχει εκδώσει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Το δοκίμιό της «Ά-νοστον ήμαρ» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου το 1998.

---------------------------------

*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

«Το παιδί εγκληματίας» του Jean Genet




γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*




   σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά 


από τις εκδόσεις Άγρα


«Δεν τρέφω αυταπάτες. Μιλάω στο κενό και στο σκοτάδι, θέλω, ωστόσο, ακόμα κι αν είναι για μένα να τα ακούσω εγώ ο ίδιος, θέλω να βρίσω τους υβριστές»
Έτσι θα τελειώσει ο Jean Genet το βιβλίο του «Το παιδί εγκληματίας», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1949, από τον νεαρό εκδότη Paul Morihien, και είναι το πρώτο που φέρει στο εξώφυλλο το πραγματικό όνομα του συγγραφέα.
Δεν προοριζόταν όμως αρχικά για να κυκλοφορήσει με αυτή τη μορφή. Ήταν ένα κείμενο που θα ακουγόταν από το ραδιόφωνο στην εκπομπή Carte blanche της Radiodiffusion française. Αν και η συγκεκριμένη εκπομπή διακρινόταν για την ελευθερία έκφρασης που επέτρεπε στους καλλιτέχνες που παρουσίαζε να εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς πρόβλημα, απέρριψε το κείμενο και έτσι η ραδιοφωνική του μετάδοση, όπως την είχε σχεδιάσει ο Genet, ματαιώθηκε. Η παιδική εγκληματικότητα με τον τρόπο που την παρουσίαζε και την ανέλυε ο συντάκτης του κειμένου θορύβησε την καθεστηκυία τάξη (ακροατές είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί για τις εκπομπές του Boris Vian και του Jacques Prévert) και οδήγησε για άλλη μια φορά αυτόν τον τελευταίο από τους καταραμένους της γαλλικής διανόησης στη θέση του απολογητή για τις απόψεις του.


Ενδεχομένως μια ανάλυση ενός τέτοιου θέματος να μην είχε ξεσηκώσει τόση αναστάτωση, αν γινόταν από κάποιον άλλο διανοητή. Αλλά από τον Jean Genet; Αυτόν που είχε βιώσει ο ίδιος όσα θα παρουσίαζε; Για κάποιους ήταν αδιανόητο. 



Αναμενόμενο είναι, όταν κάποιος προέρχεται από ένα περιβάλλον παραβατικότητας, να μη διστάσει να μιλήσει για τις παραμέτρους του θέματος που άλλοι αγνοούν ή άλλοι (οι περισσότεροι) δεν θέλουν να παραδεχθούν, καθόσον η όποια παραδοχή συμπαρασύρει και τους ίδιους ως μετέχοντες στην ευθύνη δημιουργίας του προβλήματος.
Έτσι, ο Jean Genet, έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση του «όσο για μένα, έχω κάνει την επιλογή μου: θα είμαι με την πλευρά του εγκλήματος», θα προσεγγίσει την παιδική εγκληματικότητα από την πλευρά των ίδιων των παρανομούντων, τοποθετώντας εξ αρχής τους όρους παρανομία και παραβατικότητα δίπλα δίπλα με αυτονόητη αλληλοσυμπλήρωση. Κάθε φορά που φτιάχνεται ένας νόμος (με τον εγγενή του ρόλο να καλύψει τα κακώς κείμενα και όχι να τα εξαλείψει) είναι λογικό να δημιουργείται και η έννοια του παραβάτη, που συνακόλουθα φέρνει την επιβολή του νόμου εναντίον του. Και ακόμη πιο αναμενόμενο είναι αυτός ο παραβάτης να ανήκει στα νεαρότερα ηλικιακά στρώματα, αυτά που εύκολα συγχέουν την αντίδραση με την επανάσταση διοχετεύοντας την ορμή τους απέναντι σε καθιερωμένα σχήματα καταπιεστικά και δεσμευτικά της ελευθερίας τους, όπως αυτά την εννοούν.
Το Κακό, λοιπόν, ως έννοια, κατά τον Genet, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «το θράσος να ακολουθήσει κανείς μια μοίρα που εναντιώνεται σε κάθε κανόνα». Αν όμως ισχύει αυτό, τότε η ακολουθούμενη πολιτική της συμμόρφωσης προς τα δεδομένα της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή όλα τα μέτρα που παίρνουν τα εκάστοτε σωφρονιστικά ιδρύματα (αποσκοπώντας στην ομαλή, όπως διαδίδουν, κοινωνική  επανένταξη των παραβατών) δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά σε μια νέα παραβατικότητα με κάθε ευκαιρία. Με άλλα λόγια, οι νεαροί παραβάτες επιζητούν την τιμωρία τους ως επιβράβευση της παρανομίας τους, η οποία φαντάζει πλέον σαν μια πράξη ηρωισμού. Δεν μετανοούν και δεν ζητούν άφεση αμαρτιών από μια κοινωνία που ήδη έχουν καταδικάσει στη νεαρή τους συνείδηση.
Άλλωστε ο Genet θα αναρωτηθεί για τον βαθμό υποκρισίας της κοινωνίας που από τη μια καταδικάζει την παραβατικότητα, ενώ από την άλλη «η δική σας λογοτεχνία, οι δικές σας καλές τέχνες, η ψυχαγωγία σας εκθειάζουν το έγκλημα. Το ταλέντο των ποιητών σας εκθείασε τον εγκληματία τον οποίο στην καθημερινότητά σας απεχθάνεστε». Με αυτά τα λόγια δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα. Η λογοτεχνική εκδοχή του ήρωα-παραβάτη είναι αποδεκτή την ώρα που το πρότυπο που τον δημιούργησε, ο αληθινός παραβάτης δηλαδή, αφήνεται στην περιφρόνηση και το περιθώριο. Ένας τέτοιος όμως παράνομος γιατί να επιζητεί τον οίκτο και κυρίως το χέρι βοηθείας που του προτείνεται από αυτούς που τον περιφρονούν;
Το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο συγγραφέας του εξακολουθεί (ως απότοκο της δικής του παραβατικής συμπεριφοράς που τον έφερε πολλές φορές πίσω από τα κάγκελα) να συγκαταλέγει τον εαυτό του στη μερίδα των παρανομούντων μέσα από το ‘εμείς’ που συχνά επιλέγει ως πρόσωπο στα λεγόμενά του: «εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας. Και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο την περιπέτειά μας, γιατί το γνωρίζουμε ότι η ομορφιά της εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από σας…εμείς θέλουμε να ενσαρκώνουμε αυτή ακριβώς τη δύναμη του κακού. Θα είμαστε το υλικό που αντιστέκεται και χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν καλλιτέχνες».


Κι εκεί που όλοι οι άλλοι χαρακτηρίζουν «ασυνειδησία την παρόρμηση που ωθεί το δεκαπεντάχρονο παιδί στην αξιόποινη πράξη ή στο έγκλημα» ο Genet θεωρεί πως αυτό το παιδί πρέπει να διακατέχεται από ιδιαίτερο θάρρος αλλά και θράσος για να αναμετρηθεί με μια κοινωνία τόσο ισχυρή «με τους πιο αυστηρούς θεσμούς, και με νόμους προστατευμένους  από μια αστυνομία που αντλεί τη δύναμή της τόσο από τον θρυλικό, μυθολογικό, απροσδιόριστο φόβο που γεννάει στις ψυχές των παιδιών, όσο κι από την οργάνωσή της».
Ένα αναμφίβολα πολύ προκλητικό κείμενο έχουμε εδώ, με την ‘αυθάδικη’ φωνή όχι πια ενός παιδιού αλλά του ώριμου υπερασπιστή των απανταχού νεαρών εγκληματιών, που επιχειρεί να προσδώσει κάποια στέρεη βάση επιχειρηματολογίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία που νομοθετεί αφαιρώντας από τον παραβάτη το δικαίωμα του αντιλόγου. Κατά κύριο λόγο μάλιστα, όταν αυτός ο παραβάτης είναι ανήλικος, άρα κατά τα δεδομένα της ανήμπορος να αμφισβητήσει με αξιώσεις τους όρους της.
Εν κατακλείδι, ένα κείμενο που περιφέρει ανοιχτές τις προκλήσεις του ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, και με τόσα να έχουν γραφτεί πάνω στην ιδιαίτερη ψυχολογία αυτού που επιλέγει τη διωκόμενη παραβατική συμπεριφορά. Ανοιχτό στον διάλογο και το ίδιο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα έργα του δημιουργού του.

Υ.Γ. Οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν να συνοδεύσουν τα κείμενο με το αρχικό εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης, μια εξαιρετική φωτογραφία που ίσως μας δείχνει τον ίδιο τον συγγραφέα μπροστά στην πόρτα της φυλακής, καθώς και με μια νεανική δική του ως προμετωπίδα, που μας τον δείχνει στην ηλικία που έχουν οι νεαροί που υπερασπίζεται με τον λόγο του. Συμπληρώνεται η έκδοση με κείμενο του Thomas Simonnet, διευθυντή της εκδοτικής σειράς LArbalète, που μας κατατοπίζει για την περιπέτεια του κειμένου του Genet. Μια ιδιαίτερη μνεία να γίνει και στη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά που φρόντισε να σημειώνει τις διαφορετικές εκδοχές του λόγου από έκδοση σε έκδοση καθώς και να δίνει απαραίτητες πληροφορίες που καθιστούν το κείμενο πιο εύκολα προσβάσιμο.

Διώνη Δημητριάδου



Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

"Ο Φιλαράκος",Γκυ Ντε Μωπασάν




γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου*


                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


Οι ζωρζντυρουάδες.(Κι εμείς;)



Στις εικόνες κάτω βλέπουμε μια ξενόγλωσση έκδοση και τρεις από τις ως τώρα ελληνικές(από τις εκδόσεις Καλέντη σε μετάφραση Φώντα Κονδύλη,τις εκδόσεις Γκοβόστη σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου και τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου σε μετάφραση Χάρη Μικόγλου). Επιτρέψτε μου να μην κάνω κανένα σχόλιο για τις ελληνικές.Βέβαια αν και προτιμώ μια απ΄αυτές δεν έχει σημασία να πω ποια και γιατί,επειδή το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μωπασσάν,είτε ταλαιπωρείται από τους μεταφραστές είτε όχι, παραμένει δραματικά και πολύ ενοχλητικά επίκαιρος(την χαριστική βολή την δίνει το Χόλυγουντ που τον κάνει σαχλαμάρα φιλμ και τον τσακίζει απογυμνώνοντάς τον από την όποια πολιτική πινελιά θέλησε να δώσει,συνειδητά πιστεύω,στην χειμαρρώδη ιστορία του). 

                                                              


Το μυθιστόρημα αυτό του άτακτου Γάλλου γραμμένο το 1885, που θεωρείται το καλύτερό του είναι ενδιαφέρον, νοηματικά ξεκάθαρο, ωραία, γραμμικά και στρωτά γραμμένο, ευκολοδιάβαστο από όλο το κοινό, διασκεδαστικό, διανθισμένο με λεπτεπίλεπτο χιούμορ και τεχνικώς δομημένο άρτια, κλασικά (μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και μπόλικο ζουμί/δια ταύτα), με φιλοσοφημένη ειρωνεία που δεν παρασύρει σε διατύπωση μανιφέστων της στιγμής, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς.
Το πιο εντυπωσιακό του επομένως χαρακτηριστικό; Η διαχρονικότητά του. Αν ας πούμε σε ένα απόσπασμα -από τα πολλά που προσφέρονται- δεν διαβάσει ο αναγνώστης τα ονόματα που αναφέρονται κάνοντας σε έναν άλλον ανάγνωση χωρίς αυτός να ξέρει τι και ποιου συγγραφέα το απόσπασμα ακούει, τότε θα θεωρήσει ότι του διαβάζουν ένα τσουχτερό κείμενο της εποχής μας για την διαφθορά της πολιτικής και του τύπου και όχι μόνο και στην θέση των ονομάτων-εφημερίδων, πολιτικών κτλ- ειλικρινά δεν θα ξέρει ποιο από την σκαιότατη δική του επικαιρότητα να πρωτοδιαλέξει να βάλει!


   « Bel-Ami », illustration de Ferdinand Bac, 
Librairie Paul Ollendorff, 1894 






 Στα οπισθόφυλλα  των ελληνικών εκδόσεων διαβάζουμε:

  • Ο Ζορζ Ντυρουά είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος στο Παρίσι. Μια μέρα συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο από τον στρατό και αυτό είναι η αρχή της κοινωνικής του ανέλιξης. Γίνεται συντάκτης σε εφημερίδα και αναρριχάται με εφόδια την τέχνη της σαγήνης και την αμείλικτη εκμετάλλευση των γνωριμιών.Φιλαράκος είναι το παρωνύμιο που του προσδίδει η κόρη μιας από τις ερωμένες του και τον ακολουθεί στα σαλόνια των κοσμικών κυριών, όπου γράφεται η ιστορία της Γαλλίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο γιος φτωχών ταβερνιάρηδων από τη Νορμανδία θα αποκτήσει δόξα και χρήματα χάρη στην έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού.
  • Απεικόνιση της κοινωνικοπολιτικής ζωής και των ηθών στη Γαλλία, στις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αποτελεί μια τοιχογραφία εκπληκτικής τέχνης στην αποτύπωση σκηνών και χαρακτήρων, αλλά και τέτοιας πυκνότητας, ώστε να προκαλεί το θαυμασμό του αναγνώστη η δεξιοτεχνία του συγγραφέα στο ανάγλυφο ξεχώρισμα νοοτροπιών και συμπεριφορών μέσα στο συνωστισμό πλήθους ανθρώπων και των πεπραγμένων τους. Επικεφαλής όλων φυσικά βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Ζορζ Ντιρουά, ο Φιλαράκος δηλαδή, όπως τον επονόμασε μία από τις ερωμένες του, αυτός ο αδίσταχτος αριβίστας, που χρησιμοποιεί τα ταλέντα του, με πρώτο το ταλέντο του στον έρωτα, για να αποκτήσει χρήματα, φήμη και δύναμη στην παρισινή πραγματικότητα της Belle Epoque. Είναι μια προσωπικότητα που δεν γνωρίζει ηθικούς φραγμούς στην επιδίωξη των σκοπών της -μια προσωπικότητα-προφήτισσα του αριβισμού της δικής μας εποχής, που πάει να μονοπωλήσει τη μέχρι λατρείας αφοσίωσή μας...
  • Ο "Φιλαράκος" γράφτηκε όταν ο Γκυ ντε Μωπασσάν βρισκόταν στο απόγειο της συγγραφικής του τέχνης. Είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα αποπλάνησης, ίντριγκας και αθέμιτης κοινωνικής αναρρίχησης την περίοδο της belle epoque του Παρισιού. Ο Ζωρζ Ντυρουά, ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας ξοφλημένος δημοσιογράφος και πρώην υπαξιωματικός των Ουσσάρων με ταπεινή καταγωγή, ο οποίος με δόλια μέσα και συνάπτοντας σχέσεις με ισχυρές και ευκατάστατες γυναίκες καταφέρνει να αναρριχηθεί στην κορυφή της παριζιάνικης κοινωνίας. Mε τη γοητεία και τους αβρούς τρόπους του εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων προς ίδιον όφελος - προδίδοντας ακόμη και τη γυναίκα που στάθηκε δίπλα του με αυταπάρνηση. Δημοσιευμένο το 1885, "Ο φιλαράκος" δεν είναι μόνο ένα γλαφυρό πορτραίτο τής τότε φαντεζί, αλλά διεφθαρμένης και παρηκμασμένης, παριζιάνικης κοινωνίας, είναι επιπλέον μια συγκλονιστική σύγχρονη έκθεση για την καταστροφική δύναμη των αχαλίνωτων φιλοδοξιών, της εξουσίας και του σεξ. Σε σχέση με τους Γάλλους νατουραλιστές, οι χαρακτήρες του Μωπασσάν είναι πολύ πιο αληθοφανείς και πολύπλοκοι. Ο "Φιλαράκος", το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημά του, είναι άκρως απολαυστικό. Οι αναλογίες του σήμερα με τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι αδιαμφισβήτητες. Σκάνδαλα, πολιτικές ραδιουργίες και σεξ παρουσιάζονται με κυνικό πεσιμισμό, που ωστόσο ισορροπεί ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και την περιγραφή των μικρών απολαύσεων της ζωής.

Έτσι ακριβώς. Ο Ζωρζ Ντυρουά,όμορφος νεαρός,γιος φτωχών ταβερνιάρηδων της Νορμανδίας του 19ου αιώνα, στο πρώτο αφειδώλευτο γυρισματάκι της μοίρας προς την μεριά του διακρίνει αμέσως την μισάνοιχτη πόρτα που θα τον οδηγήσει στο χρήμα και δεν κάθεται να το πολυσκεφτεί.
Τα γουργουρητά του άδειου στομαχιού του τον αποτρέπουν-κι ας έκανε αλλιώς αν του βάσταγε, όσους έκαναν τους ήρωες τους έφαγε η μαρμάγκα και το ξέρει πολύ καλά-να έχει οποιοδήποτε ηθικό δίλημμα περί ανταλλαγμάτων. Αν δεν τα δώσει εγκαίρως, υπηρεσίες πες τα σε τελική βρε αδερφέ, θα παραμείνει φτωχός και πεινάλας και τι θα καταλάβει, θα βρεθούν άλλοι να τον υπερσκελίσουν, από όμορφους και ατσίδες άλλο τίποτα η πολύβουη πόλη του Παρισιού στην οποία ήρθε κι αυτός να βρει την τύχη του. Έτσι την κατάλληλη στιγμή χώνεται κι εκείνος, χωρίς πολλά πολλά, στο σύστημα. Ποιο ακριβώς; Ποιων συγκυριών και εποχών; Δεν βαριέστε! Όποιο καταλαβαίνει ο αναγνώστης του Μωπασσάν ο παλιός και ο τωρινός ως τέτοιο, κι ο καθένας μας κι ας το πει επιτέλους όπως θέλει, μέσα του είμαστε όλοι βαθιά χωμένοι ό,τι και να λέμε γι αυτό.
Δεν έκλεισε δα ποτέ και σε κανέναν η Ειμαρμένη το μάτι παιχνιδιάρικα δείχνοντάς του τις φωτεινές σπηλιές ασκητικής και εγκράτειας των σοφών πατέρων αλλά  τα σαλόνια των ξεσκολισμένων κι έμπειρων κοσμικών κυρίων και κυριών που δεν λένε ποτέ όχι σε μια καλή διασκέδαση και μια συναλλαγή με αμφίδρομα οικονομικά οφέλη (κι όσο για τον έρωτα, ποιος τον χέζει, υπάρχουν τόσες διαθέσιμες αρσενικές και θηλυκές πόρνες) και τα γραφεία των εξωνημένων εφημερίδων-καναλιών σήμερα -που δεν λένε ποτέ όχι στα μπικικίνια βαφτίζοντας τις πράξεις εκείνων που τους τα φέρνουν ανάπτυξη, ελεύθερη αγορά και φυσικά δημοκρατία κι όλα τα γνωστά και μεγαλόστομα, αυτά που λένε το ίδιο ανερυθρίαστα και οι σημερινοί ισχυροί δια των πολιτικών τους υπαλλήλων στην ήθελές τα και παθές τα πολιτισμένη κοινωνία της εποχής μας.

Η κοινωνία. Οι πολίτες. Ο λαός. Οι ζωρζντυρουάδες. Εμείς δηλαδή, εμείς. Πότε δούλοι πότε αφεντικά, ανθρωπάκια ταγμένα σε λυσσαλέο ανταγωνισμό που δεν είμαστε καλύτεροι από τους ηγέτες που εκλέγουμε και τάχα βρίζουμε καθώς το μόνο που μας καίει-ε, μα τι, εμείς και τα "μορφωμένα" παιδιά μας θα βάλουμε την κεφάλα μας στον πάγκο του χασάπη για ν΄ αλλάξουμε έναν σάπιο κόσμο που πρωτύτερα δεν τον άλλαξαν άλλοι κι άλλοι; -είναι να γίνουμε βεζίρηδες στην θέση των βεζίρηδων και γι αυτό κοιτάμε την δουλίτσα μας και στέλνουμε χωρίς δισταγμό τούς κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν- δική μας και  δική τους, ένα και το αυτό- στην εξουσία να κάνουν την κεντρική σκατοδουλειά και εκείνοι χωρίς αναστολές αρχίζουν το αλισβερίσι και αναλόγως ψηφίζουν και καταψηφίζουν τροπολογίες και νόμους και προϋπολογισμούς και προέδρους και ό,τι άλλο χρειαστεί για το γενικότερο καλό.
Και του λόγου μας, ο λαός, είμαστε διαχρονικά -το καταλαβαίνουμε άλλη μια φορά διαβάζοντας το βιβλίο του Μωπασσάν που δεν έχει νόημα να το βάλουμε στο φιλολογικό μικροσκόπιο και να πούμε είναι αυτό, δεν είναι ετούτο, εδώ κάνει το ένα, εκεί καταφεύγει στο άλλο κτλ κτλ -ένα μάτσο από ανεπιβεβαίωτους κι ανασφαλείς βλάκες που παριστάνουμε τους έξυπνους ενώ ψοφάμε και από ζωρζντυρουάδες που επιβιώνουν όταν η ελίτ της μασαμπούκας πέσει στην δίαιτα με τα ξένα κόλλυβα φυσικά (ανάρρωση πληρωμένη από τον ανώνυμο λαό για να συνεχίσει αυτή καλύτερα όταν έρθει πάλι η ώρα έχοντας μοιράσει στο μεταξύ τα ψίχουλα και τα κοκαλάκια, που περίσσευαν από το φαγοπότι της στους ζωρζντυρουάδες), αναλώσιμα, ετερόφωτα και μιμητικά ανθρωπάκια όλοι, τίποτα μεμπτόν-αλίμονο-που θέλουμε κι εμείς να φάμε, να πιούμε και να πηδήξουμε ο ένας τον άλλον κυριολεκτικά και μεταφορικά, τίποτα το περίεργο, ίσα ίσα ζηλευτό και κατακυρωμένο σαν κοινωνική προκοπή, αυτήν που βλέπουμε τους ταγούς μας και τους πιο ξύπνιους από τους υπηρέτες τους να πετυχαίνουν μια χαρά από καταβολής πολιτισμένου κόσμου.

Κυρίες και κύριοι,(οι) μάγκες δεν υπάρχουν πια.Έφταιγαν δεν έφταιγαν,ήταν δεν ήταν κάλπικοι (κι αυτοί) ξέροντας μόνο να τάζουν,ό,τι και να ήταν,πάει,τέλος,τους πάτησε το τραίνο,αυτό που επιδέξια οδηγούν οι απανταχού ζωρζντυρουάδες,αφεντικότεροι (!) των αφεντικών τους.

*
*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.













Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

«Γιατί διαβάζουμε ποίηση»

Μια προσέγγιση στο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού

«Γιατί γράφω ποίηση»



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*



 

εκδόσεις Άγρα


Εξήντα δύο λόγους μας εξομολογείται ο Χάρης Βλαβιανός, προκειμένου να μας δείξει τι είναι αυτό που τον οδηγεί στη γέννηση του ποιητικού του λόγου. Εξήντα δύο, τη στιγμή που θα ήταν αποδεκτοί και πολλαπλάσιοι ακόμη, ή καλύτερα θα ήταν πιο ειλικρινής η παραδοχή πως το κάθε ποίημα έλκει την έμπνευσή του από κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Και, όπως δεν μπορείς να αποκωδικοποιήσεις απολύτως ένα ποίημα, έτσι δεν μπορείς να προσδιορίσεις με βεβαιότητα την αφορμή του.

Αν, φυσικά, το ερμηνεύσουμε αλλιώς, δηλαδή τι είναι αυτό που τον κάνει ποιητή, θα συμφωνήσουμε ότι μπορεί να απομονώσει τουλάχιστον αυτούς τους λόγους που καθοδηγούν (ή αρχικά καθοδήγησαν τη σκέψη του) στην κατεύθυνση της ποίησης.
Υπάρχουν πολλοί ορισμοί της ποίησης. Προτιμώ αυτόν που τη θεωρεί απότοκο μιας σύναξης στιγμιότυπων -αόρατων ίσως ή και ανάξιων λόγου για τους πολλούς- πολύτιμων για τη ματιά του ποιητή που θα εγγράψει μέσα του το ελάχιστο ίχνος τους και θα αφεθεί κατόπιν στη γοητευτική εσωτερική επεξεργασία τους.
Αυτές λοιπόν τις μικρές απεικονίσεις μάς αφήνει εδώ να δούμε ο Χάρης Βλαβιανός, καθιστώντας μας με αυτόν τον τρόπο κοινωνούς των διεργασιών που καταλήγουν στον ποιητικό λόγο. Αυτά τα ολιγόλογα αποτυπώματα που άφησαν μέσα του τα συναπαντήματα με άλλους ποιητές (όχι πάντα με τον στίχο τους)

«Επειδή μετά το εγκεφαλικό ο Σικε-
λιανός αναφώνησε: Είδα το απόλυτο
μαύρο και ήταν ανέκφραστα ωραίο»

βρίσκοντας στον λόγο του «εκτός του κόσμου τούτου» Άγγελου εκείνη την απόλυτη αλήθεια που διέπει τη ζωή. Γιατί και η ποίηση ξεκινάει από το σημείο που το μαύρο καθορίζει τη ματιά μας.

«Επειδή ο Μανούσος Φάσσης είναι
ο αγαπημένος μου Αναγνωστάκης»

γιατί εκείνο το σημείο που συναντιέται το πάθος της ζωής με τη σκωπτική ματιά είναι άλλο ένα σημείο εκκίνησης του ποιήματος.

Διαβάζει ακόμη τα αχνά πατήματα των παλιών αναμνήσεων, εικόνες αγαπημένων προσώπων, άλλες από μια θαλπωρή χαμένη ή από όνειρα και σχέδια ματαιωμένα ή αλλοιωμένα μέσα στον χρόνο.

«Επειδή ένας άγγελος μοιάζει
με όσα δεν έχουμε ξεχάσει»



Σελίδα τη σελίδα, και καθώς το ένα «επειδή» διαδέχεται το άλλο, ανιχνεύουμε κι εμείς κάποια σημάδια της ποίησης του Χάρη Βλαβιανού, εισχωρώντας με τη ματιά του αναγνώστη στον κόσμο του.
Ωστόσο, ας έχουμε στη σκέψη μας και το ενδεχόμενο όλα αυτά να μην είναι τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι λέξεων και αφορμών που κατασκευάζει προσεκτικά ο ποιητής, στήνοντας τα πιόνια του με τη δική του διάταξη, καταγράφοντας εντελώς αυθαιρέτως τους όρους και προσκαλώντας μας να παίξουμε μια παρτίδα μαζί του. Γιατί, τι άλλο από παιγνιώδη διάθεση δείχνει αυτή η παράθεση εξήντα δύο λόγων που οδηγούν στον ποιητικό δρόμο; Μήπως όλα αυτά συνοψίζονται σε ένα και μόνο, αυτό το αναπόφευκτο της δημιουργίας, αυτή την ώθηση που νιώθει ένας αληθινός ποιητής μη μπορώντας να αναιρέσει μέσα του την ορμή για έκφραση; Ναι, αλλά τότε πώς κάνεις συνοδοιπόρους της πορείας σου τους αναγνώστες της ποίησής σου; Ετούτο το παιχνίδι απαιτεί συμπαίκτες, και αυτοί μόνο κάτω από αυτή την παράθεση των προσωπικών αποτυπωμάτων μπορούν να συμμετέχουν.
Διαβάζοντας τους λόγους που ώθησαν ή και ωθούν διαχρονικά τον συγκεκριμένο ποιητή στη δημιουργία, νιώθεις (ως συμπαίκτης πια) πως ίσως να σε αφορούν και σένα ως αναγνώστη της ποίησης. Έτσι όπως ο ποιητής καθορίζει τα πλαίσια της γραφής του, εσύ ο αναγνώστης, βρισκόμενος στην άλλη πλευρά της σελίδας (την εξωτερική) αρχίζεις να βλέπεις με τα μάτια του ποιητή, αρχίζεις να νιώθεις πως κομμάτια αυτών των εικόνων αποτελούν και όστρακα του δικού σου κόσμου. Και ίσως κάποια αυτά ή κάτι ανάλογο με αυτά είναι που καθιστούν και σένα συμμέτοχο στην υπόθεση της ποίησης. Και κυρίως, αναζητάς στα απαιτητικά  ποιητικά διαβάσματα αυτό που δανείζεται εδώ ο ποιητής από τον Mallarmé:
«la fleur…l’ absente de tous bouquets»

Ο ποιητής καταθέτει τους λόγους που τον κάνουν ποιητή. Και ο αναγνώστης δικαιούται να διαβάζει τους λόγους (ή κάποιους απ’ αυτούς) που τον κάνουν αναγνώστη της ποίησης.

Διώνη Δημητριάδου

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Μια προσέγγιση στο μυθιστόρημα «Η αγάπη είναι δύναμη»




γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*

(βιβλίο 2ο της τριλογίας «Η Μάχρια της λήθης»)
της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη,




από τις εκδόσεις Λιβάνη



Πάντοτε με ενδιαφέρον αντιμετωπίζω την ικανότητα κάποιων συγγραφέων να απλώνουν τη μυθοπλασία τους μέσα σε πολλές σελίδες, αφηγούμενοι μια πολυπρόσωπη ιστορία που εκτείνεται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα και λαμβάνει χώρα σε ποικίλους τόπους. Αν και προσωπικά περισσότερο με ελκύουν οι συντομότερες γραφές, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι μια τέτοια λογοτεχνική δουλειά απαιτεί χρόνο και κόπο -όπως είναι φυσικό- αλλά κυρίως γνώσεις, αν προτίθεται κάποιος να παρουσιάσει μια εικόνα που δεν θα προδώσει την αληθοφάνειά της στην πρώτη ανακρίβεια.
Το εγχείρημα της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη να αφηγηθεί την ιστορία της μέσα σε τρεις τόμους (ήδη κυκλοφορεί ο δεύτερος) είναι εντυπωσιακή. Κυρίως επειδή κατορθώνει ως τώρα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με την πλοκή, χωρίς να πλατειάζει καθόλου. Οπωσδήποτε κάτι τέτοιο απαιτεί καλή πένα, πλήρη γνώση του αντικειμένου της (εποχή, γεγονότα, ιστορικές συνθήκες) αλλά και γνώση των τεχνικών γραφής που καθιστούν ένα τόσο εκτενές αφήγημα ξεκούραστο στην ανάγνωση.

Η συγγραφέας για να το πετύχει αυτό έχει επιλέξει την τεχνική των πολλαπλών αφηγήσεων. Τα πρόσωπα της ιστορίας εναλλάσσονται στην παρουσίαση των γεγονότων, μεταφέροντας έτσι την προσωπική τους οπτική χωρίς το φίλτρο του παντογνώστη-αφηγητή (αυτός παρεμβαίνει ελάχιστα, όποτε χρειάζεται η μηδενική του εστίαση), που θα καθιστούσε την εξιστόρηση μονόπλευρη. Κι εδώ κατορθώνει η συγγραφέας να μας παρασύρει με το τέχνασμά της, ώστε να λησμονούμε διαβάζοντας ότι φυσικά ένας είναι ο αφηγητής-συγγραφέας σε κάθε περίπτωση. Το κάθε πρόσωπο χρωματίζει τον λόγο του με τη δική του προσωπικότητα, τη δική του οπτική, μεταμφιέζοντας έτσι τη μυθοπλασία σε ζωντανή, ρεαλιστική ντοκουμενταρισμένη αφήγηση.

Και είναι απαραίτητο αυτό, νομίζω, προκειμένου να  παρουσιαστεί μπροστά μας αυτή η ιστορία, η οποία αρθρώνεται εισχωρώντας σε τόσο διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον από την άποψη της γλώσσας, της θρησκείας, και της κουλτούρας και η οποία φέρνει αντιμέτωπες εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες.
Στον πρώτο τόμο της τριλογίας («Η Μάχρια της λήθης») βρεθήκαμε στην Κρήτη του 1867, εκεί που ξεκινά η ιστορία της Μάχριας, και παρακολουθήσαμε την ξεχωριστή ιστορία της ζωής της μέχρι το 1889. Από την Κρήτη στην Κωνσταντινούπολη, στη Μασσαλία, στο Παρίσι.
Στον δεύτερο τόμο («Η αγάπη είναι δύναμη») η ιστορία εκτυλίσσεται από το 1889 ως το 1893, με τα γεγονότα να διαδραματίζονται ακόμη στη Σαρδηνία και στην Ιαπωνία. Είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το γεγονός ότι η συγγραφέας επιμένει σε ακριβείς λεπτομέρειες που καθιστούν τα μέρη αυτά απολύτως ρεαλιστικά. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως μεταφέρεται μέσα στο σκηνικό του κάθε νέου τόπου χωρίς να προσβάλλεται από ανακρίβειες και υπερβολές. Οι τόποι είναι αληθοφανείς, τα πρόσωπα καθίστανται οικεία, οι ιστορίες τους μας παρασύρουν και μας καθηλώνουν στον κόσμο τους.
Το θέμα που κυριαρχεί στην ιστορία της Μάχριας είναι η αγάπη. Μια αγάπη πληθωρική, απόλυτη στις επιθυμίες της, αφημένη στα πάθη που την κατακλύζουν, ειλικρινής στα αισθήματά της. Και όλα αυτά μέσα σε μια ζωή που καθόλου εύκολη δεν είναι, εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με προκαταλήψεις, οπισθοδρομικές νοοτροπίες και φανατισμούς να δυσκολεύουν την πορεία των ηρώων, της Μάχριας, της Μπιχριμπάν και του καπετάν Σουκρού, του Ζακ, του Φρανσουά και των υπολοίπων βασικών προσώπων. Να σημειώσω εδώ ότι η πολλαπλή αφήγηση εκτείνεται ακόμη και σε δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας, αποδεικνύοντας έτσι ότι η οπτική μιας υπηρέτριας ή μιας νοσοκόμας, για παράδειγμα, μπορεί να φωτίσει πτυχές των γεγονότων και να ερμηνεύσει συμπεριφορές και αντιδράσεις. Εδώ όλα τα πρόσωπα έχουν τον ρόλο τους, και μάλιστα τον υπερασπίζονται με σθένος.

Δύναμη θα χρειαστεί η Μάχρια («ευφυής, όμορφη και άρρωστη») για να ξεπεράσει τον εθισμό της στο όπιο, δύναμη και ο Ζακ για να επιβιώσει σε ξένο τόπο και θεωρούμενος νεκρός για όλους, ομοίως με δύναμη θα πρέπει να οπλιστεί ο Φρανσουά για να στηρίξει με την αγάπη του τη γυναίκα που αγαπά καταστρέφοντας τα στοιχεία εκείνα που απειλούν να αναιρέσουν την ευτυχία του. Είναι ενδεικτική η φράση που θα πει κάποια στιγμή  ο δρ Γκέρχαρτ
«φαίνεται ωστόσο ότι η ζωή είναι πολύ πιο ισχυρή από τις οδύνες μας».
Αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες θα αποδειχθούν δυνατοί, σε όποιο σημείο της πλοκής θα χρειαστεί η παρουσία τους να γίνει αρωγός του ήρωα μέσα στην προσωπική του τραγωδία.



Η γλώσσα της συγγραφέως είναι πλούσια και ταιριαστή κάθε φορά στο πρόσωπο που μιλά, το οποίο προέρχεται από άλλο πολιτισμικό περιβάλλον (οπότε και η αληθοφάνεια του χαρακτήρα θα πρέπει να συμφωνεί με τον λόγο που εκφέρει) αλλά και ανάλογη των συναισθηματικών καταστάσεων που αυτό βιώνει.


«Λες και ξαφνικά μπήκε απ’ το παράθυρο μια αστραπή κι όλα πήραν καθαρές κι έντονες διαστάσεις. Πρόσεξα την κλωστή που κρεμόταν απ’ το ξηλωμένο στρίφωμα του μανικιού του γιατρού, είδα ένα τριμμένο, φαγωμένο σημείο πάνω στο χαλί, το εμαγιέ λαβομάνο στη γωνία, τη σκόνη στον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος πάνω απ’ το τζάκι. Λες και ακινητοποιήθηκε ο χρόνος, κι εγώ με τον δρα Γκέρχαρτ, το θείο Σουκρού και τον Φρανσουά ήμασταν μορφές γκρίζες σε μια φωτογραφία, παγωμένες στην αιωνιότητα».

Ακούμε εδώ τη Μάχρια, που μόλις έχει πληροφορηθεί τον χαμό του αγαπημένου της Ζακ. Ξεχώρισα αυτό το απόσπασμα λόγω της απολύτως συγκρατημένης γραφής. Ούτε θρήνος ούτε υπερβολές. Είναι η στιγμή που ο κόσμος σου καταρρέει και τότε η παραμικρή λεπτομέρεια των αντικειμένων γύρω σου -όσο αμελητέα και να είναι η παρουσία τους κάτω από άλλες συνθήκες- είναι η μόνη σανίδα σωτηρίας για να μη χάσεις την επαφή με την πραγματικότητα.

Με εύστοχες παρεμβολές πληροφοριακού χαρακτήρα καλύπτονται πιθανές απορίες του αναγνώστη, καθόσον θα πρέπει να θυμηθεί πρόσωπα και σχέσεις μεταξύ τους, που είχαν παρουσιαστεί στον πρώτο τόμο. Η συγγραφέας, λοιπόν, μας θυμίζει σημαντικές υφάνσεις της πλοκής, κάνοντας έτσι δυνατή ακόμη και την ανάγνωση του δεύτερου τόμου απευθείας. Αυτό είθισται να γίνεται σε άλλες τριλογίες που η κάθε μία ιστορία διαβάζεται και αυτοτελώς. Εδώ οι ιστορίες δεν είναι αυτοτελείς, οπότε απαιτείται μία υπενθύμιση. Ομοίως πολύ καλή η επιλογή  να παρατεθούν στην αρχή του βιβλίου τα πρόσωπα της ιστορίας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει κάθε φορά που κάτι του διαφεύγει σ’ αυτό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα.
Μια πολύ αξιέπαινη γραφή, εν κατακλείδι ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα στην πλοκή του. Τελειώνοντας τον δεύτερο τόμο της τριλογίας, νιώθεις πως περιμένεις τη συνέχεια. Αυτό νομίζω πως είναι το καλύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει για το βιβλίο αυτό.

Διώνη Δημητριάδου
 ----------------------------



Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)