γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά
από τις εκδόσεις Άγρα
«Δεν τρέφω αυταπάτες. Μιλάω στο κενό και στο σκοτάδι, θέλω, ωστόσο, ακόμα κι αν είναι για μένα να τα ακούσω εγώ ο ίδιος, θέλω να βρίσω τους υβριστές»
Έτσι θα τελειώσει ο Jean Genet το βιβλίο του «Το παιδί εγκληματίας», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1949, από τον νεαρό εκδότη Paul Morihien, και είναι το πρώτο που φέρει στο εξώφυλλο το πραγματικό όνομα του συγγραφέα.
Δεν προοριζόταν όμως αρχικά για να κυκλοφορήσει με αυτή τη μορφή. Ήταν ένα κείμενο που θα ακουγόταν από το ραδιόφωνο στην εκπομπή Carte blanche της Radiodiffusion française. Αν και η συγκεκριμένη εκπομπή διακρινόταν για την ελευθερία έκφρασης που επέτρεπε στους καλλιτέχνες που παρουσίαζε να εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς πρόβλημα, απέρριψε το κείμενο και έτσι η ραδιοφωνική του μετάδοση, όπως την είχε σχεδιάσει ο Genet, ματαιώθηκε. Η παιδική εγκληματικότητα με τον τρόπο που την παρουσίαζε και την ανέλυε ο συντάκτης του κειμένου θορύβησε την καθεστηκυία τάξη (ακροατές είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί για τις εκπομπές του Boris Vian και του Jacques Prévert) και οδήγησε για άλλη μια φορά αυτόν τον τελευταίο από τους καταραμένους της γαλλικής διανόησης στη θέση του απολογητή για τις απόψεις του.
Ενδεχομένως μια ανάλυση ενός τέτοιου θέματος να μην είχε ξεσηκώσει τόση αναστάτωση, αν γινόταν από κάποιον άλλο διανοητή. Αλλά από τον Jean Genet; Αυτόν που είχε βιώσει ο ίδιος όσα θα παρουσίαζε; Για κάποιους ήταν αδιανόητο.
Αναμενόμενο είναι, όταν κάποιος προέρχεται από ένα περιβάλλον παραβατικότητας, να μη διστάσει να μιλήσει για τις παραμέτρους του θέματος που άλλοι αγνοούν ή άλλοι (οι περισσότεροι) δεν θέλουν να παραδεχθούν, καθόσον η όποια παραδοχή συμπαρασύρει και τους ίδιους ως μετέχοντες στην ευθύνη δημιουργίας του προβλήματος.
Έτσι, ο Jean Genet, έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση του «όσο για μένα, έχω κάνει την επιλογή μου: θα είμαι με την πλευρά του εγκλήματος», θα προσεγγίσει την παιδική εγκληματικότητα από την πλευρά των ίδιων των παρανομούντων, τοποθετώντας εξ αρχής τους όρους παρανομία και παραβατικότητα δίπλα δίπλα με αυτονόητη αλληλοσυμπλήρωση. Κάθε φορά που φτιάχνεται ένας νόμος (με τον εγγενή του ρόλο να καλύψει τα κακώς κείμενα και όχι να τα εξαλείψει) είναι λογικό να δημιουργείται και η έννοια του παραβάτη, που συνακόλουθα φέρνει την επιβολή του νόμου εναντίον του. Και ακόμη πιο αναμενόμενο είναι αυτός ο παραβάτης να ανήκει στα νεαρότερα ηλικιακά στρώματα, αυτά που εύκολα συγχέουν την αντίδραση με την επανάσταση διοχετεύοντας την ορμή τους απέναντι σε καθιερωμένα σχήματα καταπιεστικά και δεσμευτικά της ελευθερίας τους, όπως αυτά την εννοούν.
Το Κακό, λοιπόν, ως έννοια, κατά τον Genet, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «το θράσος να ακολουθήσει κανείς μια μοίρα που εναντιώνεται σε κάθε κανόνα». Αν όμως ισχύει αυτό, τότε η ακολουθούμενη πολιτική της συμμόρφωσης προς τα δεδομένα της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή όλα τα μέτρα που παίρνουν τα εκάστοτε σωφρονιστικά ιδρύματα (αποσκοπώντας στην ομαλή, όπως διαδίδουν, κοινωνική επανένταξη των παραβατών) δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά σε μια νέα παραβατικότητα με κάθε ευκαιρία. Με άλλα λόγια, οι νεαροί παραβάτες επιζητούν την τιμωρία τους ως επιβράβευση της παρανομίας τους, η οποία φαντάζει πλέον σαν μια πράξη ηρωισμού. Δεν μετανοούν και δεν ζητούν άφεση αμαρτιών από μια κοινωνία που ήδη έχουν καταδικάσει στη νεαρή τους συνείδηση.
Άλλωστε ο Genet θα αναρωτηθεί για τον βαθμό υποκρισίας της κοινωνίας που από τη μια καταδικάζει την παραβατικότητα, ενώ από την άλλη «η δική σας λογοτεχνία, οι δικές σας καλές τέχνες, η ψυχαγωγία σας εκθειάζουν το έγκλημα. Το ταλέντο των ποιητών σας εκθείασε τον εγκληματία τον οποίο στην καθημερινότητά σας απεχθάνεστε». Με αυτά τα λόγια δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα. Η λογοτεχνική εκδοχή του ήρωα-παραβάτη είναι αποδεκτή την ώρα που το πρότυπο που τον δημιούργησε, ο αληθινός παραβάτης δηλαδή, αφήνεται στην περιφρόνηση και το περιθώριο. Ένας τέτοιος όμως παράνομος γιατί να επιζητεί τον οίκτο και κυρίως το χέρι βοηθείας που του προτείνεται από αυτούς που τον περιφρονούν;
Το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο συγγραφέας του εξακολουθεί (ως απότοκο της δικής του παραβατικής συμπεριφοράς που τον έφερε πολλές φορές πίσω από τα κάγκελα) να συγκαταλέγει τον εαυτό του στη μερίδα των παρανομούντων μέσα από το ‘εμείς’ που συχνά επιλέγει ως πρόσωπο στα λεγόμενά του: «εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας. Και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο την περιπέτειά μας, γιατί το γνωρίζουμε ότι η ομορφιά της εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από σας…εμείς θέλουμε να ενσαρκώνουμε αυτή ακριβώς τη δύναμη του κακού. Θα είμαστε το υλικό που αντιστέκεται και χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν καλλιτέχνες».
Κι εκεί που όλοι οι άλλοι χαρακτηρίζουν «ασυνειδησία την παρόρμηση που ωθεί το δεκαπεντάχρονο παιδί στην αξιόποινη πράξη ή στο έγκλημα» ο Genet θεωρεί πως αυτό το παιδί πρέπει να διακατέχεται από ιδιαίτερο θάρρος αλλά και θράσος για να αναμετρηθεί με μια κοινωνία τόσο ισχυρή «με τους πιο αυστηρούς θεσμούς, και με νόμους προστατευμένους από μια αστυνομία που αντλεί τη δύναμή της τόσο από τον θρυλικό, μυθολογικό, απροσδιόριστο φόβο που γεννάει στις ψυχές των παιδιών, όσο κι από την οργάνωσή της».
Ένα αναμφίβολα πολύ προκλητικό κείμενο έχουμε εδώ, με την ‘αυθάδικη’ φωνή όχι πια ενός παιδιού αλλά του ώριμου υπερασπιστή των απανταχού νεαρών εγκληματιών, που επιχειρεί να προσδώσει κάποια στέρεη βάση επιχειρηματολογίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία που νομοθετεί αφαιρώντας από τον παραβάτη το δικαίωμα του αντιλόγου. Κατά κύριο λόγο μάλιστα, όταν αυτός ο παραβάτης είναι ανήλικος, άρα κατά τα δεδομένα της ανήμπορος να αμφισβητήσει με αξιώσεις τους όρους της.
Εν κατακλείδι, ένα κείμενο που περιφέρει ανοιχτές τις προκλήσεις του ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, και με τόσα να έχουν γραφτεί πάνω στην ιδιαίτερη ψυχολογία αυτού που επιλέγει τη διωκόμενη παραβατική συμπεριφορά. Ανοιχτό στον διάλογο και το ίδιο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα έργα του δημιουργού του.
Υ.Γ. Οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν να συνοδεύσουν τα κείμενο με το αρχικό εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης, μια εξαιρετική φωτογραφία που ίσως μας δείχνει τον ίδιο τον συγγραφέα μπροστά στην πόρτα της φυλακής, καθώς και με μια νεανική δική του ως προμετωπίδα, που μας τον δείχνει στην ηλικία που έχουν οι νεαροί που υπερασπίζεται με τον λόγο του. Συμπληρώνεται η έκδοση με κείμενο του Thomas Simonnet, διευθυντή της εκδοτικής σειράς L’Arbalète, που μας κατατοπίζει για την περιπέτεια του κειμένου του Genet. Μια ιδιαίτερη μνεία να γίνει και στη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά που φρόντισε να σημειώνει τις διαφορετικές εκδοχές του λόγου από έκδοση σε έκδοση καθώς και να δίνει απαραίτητες πληροφορίες που καθιστούν το κείμενο πιο εύκολα προσβάσιμο.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου