«Άλλα ρούχα»
ποιητική συλλογή του Ζαχαρία Σώκου
εκδόσεις Γαβριηλίδη
«Το ανυποψίαστο παρόν καγχάζουν
παρελθόντες ψίθυροι»
Ο ποιητικός χρόνος έχει τους δικούς του ρυθμούς. Έτσι ο ποιητής αφήνεται να παρασυρθεί από τη μνήμη αναιρώντας τη γραμμική χρονική σειρά. Από τη στιγμή που θα τεθεί σε κίνηση ετούτο το μνημονικό παιχνίδι, αρχίζει και η ποιητική γραφή. Και όσο ο ποιητής ανασύρει όλα τα προσεκτικά αποθηκευμένα του μυαλού, τόσο ο στίχος εμπλουτίζεται με εικόνες και πρόσωπα.
Και είναι αλήθεια πως η ποίηση του Ζαχαρία Σώκου είναι πολυπρόσωπη. Φίλοι, αγαπημένα πρόσωπα, αλλού σημαδιακές απώλειες που χρωματίζουν τους στίχους του, πρόσωπα που νιώθει την ανάγκη να τους αφιερώσει το πολύτιμο του ποιητικού του λόγου, ανοίγοντας έτσι έναν κρυφό διάλογο μαζί τους. Και κάποτε η δύναμη του στίχου είναι τέτοια που λίγο θες κι εσύ για να μπεις μέσα στις λέξεις του, να ρωτήσεις μαζί με τον ποιητή:
«Πώς είναι ο χρόνος στο κενό
[…]
Ίπτασαι σε νύχτα απόκοσμη
σε νοτισμένα σύννεφα
με αίμα, ουίσκι και μελάνι,
ενώ σκοπεύουν προβολείς
από ξενυχτάδικα και χειρουργεία,
ασθμαίνουν σκάφος σε προσγείωση
στην έρημο της ουτοπίας,
και εκεί η μάνα σου,
πιο πέρα ο Ασημάκης,
μειδιώντας να σου γνέφουν[…]
(για τον Κωστή Παπαγιώργη)
Πώς να σου απαντήσει, όμως ο Κωστής Παπαγιώργης ή ο Χρήστος Βακαλόπουλος; Αρκείσαι, λοιπόν, στη φωνή του ποιητή διασώζει την αίσθηση της παρουσίας τους συνομιλώντας μαζί τους.
Ξαφνικά νιώθεις πως κατανοείς τι είναι αυτό που κάνει τον ποιητή να αναζητά την παρουσία εκεί που οι άλλοι βλέπουν ένα κενό. Μπορεί γιατί κάποτε έψαχνες κι εσύ τα αδιόρατα νήματα που δένουν το τότε με το σήμερα. Ίσως πάλι γιατί κάποιες απώλειες «γράφουν» πιο βαθιά, σαν βρίσκουν το καθρέφτισμά τους σ’ εκείνα τα πολύτιμα της προφορικής παράδοσης. Όπως κι αν το δεις, ετούτο το σπαρακτικό έρχεται και ενώνει όλα τα παλιά με τα καινούργια και μιλάει ακατάπαυστα.
«Στης άνοιξης το τάραγμα
Και στης αυγής το κρύο… »
Τασούλης, δημοτικό τραγούδι Σαρακατσαναίικο.
«Στης άνοιξης το τάραγμα»
Τάσο μ’ Τασούλη μ’,
ένα ακροκέραμο έπεσε
ρόδι απ’ το κλαδί του
πιάνω τον πορφυρό καρπό
αίμα τα χέρια βάφω.
Κι ήσουνα λέει αξύριστος σαν τότε,
στο παραθύρι το γνωστό μου γνέφεις και γελούσες.
Και παίζαμε μπιλιάρδο στου Ανέστη
τα χρόνια μας σε μπίλιες καραμπόλες.
Σε μια παλιά VHS που ξαναβλέπω
ρεμπέτικα τραγούδαγες γελώντας,
μαύρο κραγιόν τα μάτια σου βαμμένα
τρέχουνε δάκρυα γυάλινα
γυάλινη κι η ζωή μας.
Και βλέπω στου οδηγού το καθρεφτάκι
σφαγμένο κόκορα μεσοστρατίς να αναπηδάει
πικρό προαίσθημα που φτερουγίζει.
Πετάω τα σκεπάσματα, Τάσο μ’ Τασούλη μ’.
Αυτή η ιδιαίτερη ποιότητα στους στίχους πρέπει να πηγάζει από την ποιητική θητεία του Ζαχαρία Σώκου στη δημοτική παράδοση, στον καλοδουλεμένο ρυθμό που χαρακτηρίζει τα πολύτιμα της προφορικής κληρονομιάς μας. Έτσι δένουν μέσα στο ίδιο ποίημα τα πρόσωπα που τραγουδήθηκαν στόμα με στόμα από τον λαό, με τον σύγχρονο ποιητικό λόγο που στιχουργεί εδώ πάνω σε παλαιά δοκιμασμένα βήματα. Και ακούγεται σαν ένα αδιάσπαστο δημιούργημα πάνω από χρονικούς περιορισμούς και πέρα από συνδέσεις προσώπων. Αυτό είναι ένα γνώρισμα της ποίησης που έχει κάτι ακόμη να πει και κάτι να προτείνει στον αναγνώστη που ανιχνεύει και το δικό του πένθος μέσα στις λέξεις, που αναγνωρίζει το δικό του μερτικό
στης Άρνης τα λαγκάδια.
Ο κόσμος των ποιημάτων εδώ είναι γεμάτος από εικόνες που σε κοιτάζουν πίσω από σκληρές κορνίζες και θαμπό γυαλί. Μπαίνεις πίσω από τις λέξεις και ανακαλύπτεις μια εσωτερική κατάσταση γεμάτη ευαισθησία, τόσο οικεία και αληθινή.
Ο έσω τόπος σε επικοινωνία με τους τόπους που καθορίζουν τον ποιητή. Γιατί και οι τόποι επισημαίνονται σ’ αυτό το ποιητικό οδοιπορικό, δίνοντας το μερίδιό τους στις μνήμες, συνδεδεμένοι με πρόσωπα και χρονικές στιγμές. Οι τόποι αυτοί, ωστόσο, δεν είναι πάντοτε υπαρκτοί ή τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να τους περπατήσει παρά μόνο σ’ αυτό που ονομάζουμε συλλογική μνήμη. Έτσι ο ποιητής θα βρεθεί στην ομηρική Τροία για να συναντήσει τον ελάσσονα ήρωα Σιμοείσιο, που μόνη του αίγλη ήταν ότι φονεύθηκε από τον Αίαντα κερδίζοντας έτσι τη μνεία την ομηρική. Σε άλλο ποίημα θα θυμηθεί τον συνονόματό του Σώκο, με την ελάχιστη και δική του αναφορά στο ομηρικό κείμενο. Αλλά και τον Θάμυρι, τον ποιητή και μουσικό, επισκιασμένο κι αυτόν από τους μέγιστους ήρωες της Ιλιάδας. Κι αλλού θα φέρει μέσα στο ποίημά του τον Ελπήνορα, τον τραγικό σύντροφο του Οδυσσέα
[…]
Σημαδεμένο ερίφιο, Ελπήνορα,
κρυφό χαρτί μιας ξένης δόξας,
σε γέλασε ο Όμηρος
τον μύθο του καπετάνιου σου να δικαιώσει
και στο όνομά του θα υπαινιχθεί πολλούς άλλους μικρούς, αδικημένους της ιστορίας.
Ο Ζαχαρίας Σώκος, γνωστός από τη δημοσιογραφική του καριέρα, έρχεται εδώ να μας συστηθεί με την ιδιότητα του ποιητή. Με πλήρη συνειδητοποίηση της αλλαγής ρόλου και εφόσον η ποιητική πρόταση απαιτεί αλλαγή ύφους, θα τιτλοφορήσει τη συλλογή του «άλλα ρούχα».
Δείχνει με αυτή την πρώτη του συλλογή ότι η ποιητική υπόθεση τον απασχολούσε καιρό. Έτσι εμφανίζεται με ωριμότητα και σεβασμό στον λόγο, με περίσκεψη στη χρήση των λέξεων, με αίσθηση ευθύνης για τη συναρίθμησή του πια στη χορεία των ποιητών. Με γνώση του χρόνου που πιέζει για αποφάσεις
Γι’ αυτό, χαρά σ’ αυτόν
που εκτελεί τις εκκρεμότητες
θα πει.
Η προσεγμένη έκδοση του Γαβριηλίδη φέρει στο εξώφυλλο ένα έργο του Βαγγέλη Ρήνα. Το σώμα που αιωρείται ανάμεσα σε πρόσωπα χωρίς να ακουμπά σε σταθερό τόπο, με ασαφή την αίσθηση του χρονικού πλαισίου, πόσο ταιριαστό φαντάζει με το εσωτερικό του βιβλίου. Άλλος ένας ιδιότυπος διάλογος ανάμεσα στην εικαστική και στην ποιητική εκδοχή της αναζήτησης μιας σταθερής αναφοράς σε πρόσωπα, χρόνο και τόπο.
Διώνη Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου