● Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος «απαράμιλλη δύναμη», προβλήθηκαν στο νοητικό μου πεδίο κινηματογραφικά πλάνα σε διάφορους τόπους και χρόνους, με ενάργεια αισθητοποιημένα, ωσάν εκ της φωτεινής δέσμης του φακού εστιασμένα. Ένα ακραιφνές, ως προς τη λογοτεχνική του κατάταξη, μυθιστόρημα, με μια πλειάδα χαρακτήρων που μεταξύ τους αλληλεπιδρούν σε προκαθορισμένη από τη δημιουργό διάταξη και σταδιακά συνυφαίνουν τον ιστό της πλοκής, καθώς αναδύονται και αναπτύσσονται σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Σταδιακά, εκτυλίσσεται το νήμα της αφήγησης σε πεδίο υποθετικό, όμως με στοιχεία απτής πραγματικότητας στους σύγχρονους καιρούς, όσο και ιστορικά ακριβή στις αναδρομικές αφηγήσεις. Καταρχάς ασύνδετες με τον κορμό της ιστορίας ανθρώπινες μορφές από τον προπερασμένο αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή, περιελίσσονται τον άξονα του μοιραίου, αναπετούν και σταδιακά συγκλίνουν πάνω στην κόψη του πεπρωμένου που τις συνέχει. Την παλέτα του χρόνου διατρέχουν γεγονότα με αναδρομή, προώθηση, παλινδρόμηση – ταυτόχρονα, πρωθύστερα, υστερόχρονα- δίκην παιγνιδίσματος. Σταδιακά, διαφαίνεται η πρόθεση της δημιουργού να υμνήσει την απαράμιλλη δύναμη του ανθρώπου με κινητήριο μοχλό την αγάπη και να προβάλει τη διαβρωτική επήρεια του κακού, που αποσαθρώνει και ρημάζει τις ανθρώπινες ζωές, όμως δεν είναι ακατανίκητο. Από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων υποδηλώνεται μια κοσμοαντίληψη με αδιάσειστα θεμέλια τις διαχρονικές αξίες του ουσιώδους ήθους, της βαθιάς αξιοπρέπειας, της παράδοσης στη θετική της όψη. Η «απαράμιλλη δύναμη» είναι ένα μυθιστόρημα, που ψυχαγωγεί και τέρπει, ενώ παράλληλα διατηρεί αμείωτο τον προβληματισμό για την προγονική πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, πάλη που ακατάπαυτα κρατεί.
● Η αφήγηση εκκινεί με χώρο την Αθήνα και με χρόνο το 1996, όπου οι ήρωες ιδανικά εγκολπωμένοι το πνεύμα της δεκαετίας, ενσαρκώνουν πρότυπα χρηματοοικονομικών θαυμάτων και επιχειρηματικών επιτευγμάτων στις εκδόσεις και στην τηλεθέαση, όμως σε συνδυασμό με δείγματα τόλμης στη μαχόμενη δημοσιογραφία. Αντανακλώνται στα πρόσωπα των χαρακτήρων, που ήδη αντιπροσωπεύουν τις κεντρικές ιδέες του έργου, καθώς η επιχειρηματική δεινότητα τίθεται στην υπηρεσία των ανθρωπιστικών αξιών και όχι στον βωμό του νεόκοπου κατά τη δεκαετία υλιστικού ευδαιμονισμού. Ήδη ο έρωτας δηλώνει παρών, με αφετηρία το πρώτο ερωτικό ζεύγος, στη σειρά των επόμενων που ακολουθούν ανά χρονική βαθμίδα, και θα αποτελέσει θεματικό μοτίβο, καταλυτικό για την εξέλιξη της πλοκής. Ήδη αναδύεται η δύναμη, ως ψυχικό σθένος, και η δύναμη, ως έρωτας ο Αρχέγονος και Κάλλιστος. Ήδη ο αναγνώστης πατάει στα χνάρια ενός μυστηρίου που υποφώσκει, καθώς το φαινόμενο υπαινίσσεται ανατροπή από το νοούμενο, καθώς η πρώτη μνεία στον παρελθόντα χρόνο-1985- αποτελεί προ-οικονομία για το βαθύτερο υπόβαθρο των συμβάντων. Ταυτόχρονα όμως προ-σημαίνεται το αντίπαλο δέος, καθώς για πρώτη φορά η ερεβώδης σκιά του εχθρού απλώνεται ∙ είναι ο εκπρόσωπος του απόλυτου κακού, αμετακίνητος στη ροή της ιστορίας, αρραγής και ολέθριος στον πολλαπλό χρόνο και έχει ταυτότητα. Ήδη ονοματίζεται.
● Και ενώ στα δύο πρώτα κεφάλαια ο αναγνώστης πιστεύει ότι του έχουν συστηθεί οι κεντρικοί ήρωες κι ότι το αχνότερο διάγραμμα των δευτερευόντων απλώς προσθέτει έμφαση στη σκιαγράφησή τους, αιφνιδιάζεται στο τρίτο κεφάλαιο, όταν μεταφερόμενος στο έτος 2010, έρχεται ενώπιος προς μια άρδην σκηνική μεταστροφή. Γιατί ο αναγνώστης βρίσκεται πλέον στον χρόνο της ιστορίας. Αδράχνει λοιπόν την άκρη του νήματος, ώστε να κλιμακώσει τη συνειδητοποίηση μιας μετατόπισης του κέντρου βάρους ∙ ποιος είναι ο χαρακτήρας στο επίκεντρο των εξελίξεων, πώς σχετίζεται η παρουσία του με τους λοιπούς πρωτεύοντες και δευτερεύοντες χαρακτήρες προηγούμενων και επόμενων κεφαλαίων, οι οποίοι δρουν πρωθύστερα ή ύστερα και είτε τελούν εν ζωή είτε φασματικά βαίνουν στο προσκήνιο. Πρόκειται για τον νεαρό Αλέξη, μοιραίο και αντιφατικό, που αποδεικνύεται ότι βλάστησε από το τεράστιο γενεαλογικό δέντρο, του οποίου οι κλώνοι και οι παραφυάδες θα αποκαλύπτονται, όσο θα προάγεται η μυθιστορηματική ακολουθία. Αν ο Αλέξης χαρακτηρίζεται πρωταγωνιστικός χαρακτήρας εν δράσει, εκ των αναστολών και του ψυχισμού του οποίου ανακόπτεται ή προωθείται η αλληλουχία, η γιαγιά του Αναστασία, αποτελεί το κομβικό πρόσωπο εκ του οποίου απορρέει η δράση. Στον παρόντα χρόνο της ιστορίας, με μια δραματική επίκληση και ατελέσφορη αποστροφή της προς τον Αλέξη, εν συνεχεία αναδρομικά στην Κύπρο, με μια πράξη ηρωισμού στις ημέρες αγώνων για την Ανεξαρτησία και σε ολόκληρο τον κορμό του έργου, όπου εγκιβωτίζεται μέσα στην υποθήκη της ∙ την επιστολή και το χειρόγραφο που μεταβίβασε στον Αλέξη, που την καθιστούν άσβεστη πνοή. Από το σημείο αυτό οι χρόνοι της αφήγησης κυμαίνονται στις δεκαετίες του ’90 και του ’80 του περασμένου αιώνα, με επιστροφή στη σύγχρονη δεύτερη του 21ου, που αποτελεί τον χρόνο της ιστορίας, όμως ποτέ ομαλά κι ευθύγραμμα, πάντα σε χρονική συνάρτηση με το στοιχείο που σειρά έχει να έλθει στο φως. Στη ροή της έρευνας παρεμβάλλονται επεισόδια προγενέστερων αφηγηματικών χρόνων:1891-1900-1934 στην Κύπρο, 1900 και 1983 στην Αίγυπτο, 1957 και 1965 στην Αγγλία, με διαφορετική τυπογραφική αποτύπωση, ως γραφή της Αναστασίας, που τη συνεχίζει η θυγατέρα της, Φωτεινή, και επιφορτίζεται να συμπληρώνει τεκμήριο-τεκμήριο ο Αλέξης, ακολουθώντας τους όρους της διαθήκης. Γιατί η Αναστασία του κληροδότησε αμύθητη περιουσία με προϋπόθεση ισχύος, την προσαρμογή όλων των ψηφίδων στο μωσαϊκό της οικογενειακής μνήμης. Ο Αλέξης απαιτείται να μοχθήσει γι’ αυτό, να διατρέξει χώρες, να ερευνήσει αρχεία και το δυσκολότερο, να κλονίσει τα θεμέλια των πεποιθήσεων που τον εξέθρεψαν.
● Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα αποκτά τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και της εκκρεμότητας, ως εξ ενός αινίγματος που βήμα-βήμα πρέπει να επιλυθεί. Πρόκειται για στοιχεία που προσιδιάζουν σε αστυνομικό μυθιστόρημα και πράγματι, το ζητούμενο παρουσιάζει μορφή συμμετρικής σχέσης ανάμεσα σε ερώτηση και απάντηση, οπότε απαιτείται αναζήτηση μαρτυριών και δεδομένων σε διαφορετικά σημεία της γης. Καθώς ο κεντρικός ήρωας τελεί σε πλάνη σχετικά με τα αληθινά περιστατικά, καλείται να βαδίσει προς αποκάλυψη τους, όμως επιβραδύνει ή παύει τη δράση λόγω του ιδιάζοντος ψυχισμού του, με αποτέλεσμα το μυστήριο να αιωρείται και να εντείνεται. Εκ των ισορροπιών ή των διαταραχών των ηρώων, δηλαδή, απορρέουν απρόβλεπτες αντιδράσεις και ανατροπές, πέρα από τα εξωτερικά προσκόμματα που εγείρει εμπρός τους η αντίρροπη αρνητική δύναμη. Ανησυχία γεννιέται αν θα υπάρξει καθαρτήρια κατάληξη.
● Προκύπτει λοιπόν ότι το στοιχείο της ψυχογραφίας αποτελεί μέσο που μετέρχεται η δημιουργός. Εισδύει στα βάθη της ψυχής των ηρώων της, και όχι μόνον του κεντρικού, τόσο μορφώνοντας τη φυσιογνωμία τους, όσο και φωτίζοντας τις εντός τους συγκρούσεις και τις συγκρούσεις τους με το έτερο πρόσωπο, ώστε να αποσαφηνίζονται τα κίνητρα των συμπεριφορών τους. Συνεπώς, οι τεχνικές που χρησιμοποιεί σε ένα περίτεχνο, πολυπρόσωπο, πολύ-επεισοδιακό πεδίο, δεν εξαντλούνται στην πρόκληση ενδιαφέροντος από τη δράση, αλλά επικεντρώνουν ανθρωποκεντρικά. Το ανθρώπινο δράμα φωτίζεται πολύπλευρα, τοποθετείται στην κορυφή των στόχων της και με αυτό γνώμονα οδηγείται ο αναγνώστης έως στο τέρμα του ταξιδιού από τον καλύτερο δρόμο ∙ μια κρίση συνείδησης επικρέμαται, ως επιστέγασμα του ανθρώπινου δράματος και επαναλαμβάνεται στις μορφές από τους διαφορετικούς αφηγηματικούς χρόνους έως τον χρόνο της ιστορίας. Περαιτέρω, η περιδιάβαση στους τόπους και στους χρόνους απαιτεί τη μορφοποίησή τους, οπότε αξιοποιείται από τη δημιουργό η δυνατότητα να μετέλθει και της ηθογραφίας. Έτσι ανάγλυφα συντίθενται τα τμήματα του μωσαϊκού της μνήμης με προβολή της Κύπρου του προπερασμένου αιώνα, για παράδειγμα, ή της κοσμοπολιτικής Αιγύπτου των αρχών του περασμένου, προσφιλείς μου σελίδες του βιβλίου, που θα τις επιθυμούσα εκτενέστερες.
● Ως προς τη μορφή της αφήγησης, είναι τριτοπρόσωπη, δηλαδή το αφηγηματικό πρόσωπο τίθεται στη θέση του επόπτη των πάντων, μη μετέχοντας το ίδιο στην πλοκή. Έτσι η αδιάπτωτη ροή της πλοκής εναπόκειται στον τρόπο που βιώνουν οι ήρωες το παρόν τους και κατά τη συναισθηματική τους διακύμανση. Το αφηγηματικό πρόσωπο παραμένει σε πλαίσιο έξω-διηγητικό με τον ρόλο της αφήγησης των διαδραματιζόμενων που συνιστούν το κείμενο, άρα δε δραματοποιείται μεταξύ των χαρακτήρων. Συνεπώς, η αφήγηση γίνεται πολύ-εστιακή, κατά την οπτική γωνία ενός εκάστου χαρακτήρα. Εντούτοις, σε σημεία το αφηγηματικό πρόσωπο ελαφρώς αποστασιοποιείται, μοιάζει να παρακολουθεί απλώς τις κινήσεις των ηρώων δίχως να αποκρυπτογραφεί τις σκέψεις τους και τότε σημειώνεται επίταση της εκκρεμότητας, άρα και της αστυνομικής χροιάς. Το σημείο στο οποίο συναντιούνται το αφηγηματικό πρόσωπο με τη συγγραφέα-δημιουργό, έγκειται στη βαθιά εξοικείωση της με τα περιβάλλοντα είτε βιωμένα σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή είτε και ως αφομοιωμένη ιστορία σε σχέση με παρελθόν ∙ ανιχνεύονται έτσι χαρακτηριστικά βιωματικότητας, με την πηγή έμπνευσης να προσπελάζει αληθινές ιστορίες από τις προσλαμβάνουσες εμπειρίες της συγγραφέως.
● Βάσει αυτών των πρώτων υλών πλάθει η συγγραφέας το πάνθεον των ηρώων της. Διαδοχικές γενιές από τον προπερασμένο αιώνα έως σήμερα, παράγουν μορφές αντρικές και γυναικείες, που αντικατοπτρίζουν την εποχή τους και συμπυκνώνουν την ατμόσφαιρα που περιρρέει τους χρόνους τους. Tο τόξο των αρρένων εκτείνεται στις προσωπικότητες του Θεοδόση, του Γιάννη, του Τζο, έως τον καταληκτικό, άμα και πολυμορφικό Αλέξη, περικλείοντας και τον επικουρικό Μάριο. Οι πορείες τους, εκτός από τη σύγχρονη Ελλάδα, Κύπρο, Γερμανία, Ισραήλ, μας γυρίζουν στην Κύπρο των απαρχών της κυριαρχίας των Άγγλων και στην Κύπρο που μετρά αντίστροφα την ώρα της Ανεξαρτησίας της, ενώ η αναπόδραστη μοίρα τους μας ταξιδεύει στην παλαιότερη Αίγυπτο και Αγγλία. Κοινό τους γνώρισμα, με εξαίρεση τον Αλέξη, είναι ότι παρά τη χρονική μετάβαση, συμβολίζουν το αντρικό αρχέτυπο ανά τους αιώνες στην εξιδανικευμένη του έκφανση ∙ είναι μαχητικοί, με επιτυχημένες σταδιοδρομίες κόντρα στις αντιξοότητες, αντιστέκονται στη διαβολή με αντίβαρο το ακλόνητο ήθος, ερωτεύονται με πάθος και λαβώνονται δια βίου από τον έρωτά τους. Λοξοδρομεί από το σχήμα ο Αλέξης, αλλά με αιτία. Το στοιχείο της παρέκκλισής του από τον κανόνα των αρρένων, ως ανεύθυνου και έκλυτου βλαστού άνευ υγιούς δυναμισμού, επαυξάνει το ενδιαφέρον στην κυρίαρχη μορφή του μέσα στον χρόνο της ιστορίας και τον καθιστά μοχλό της πλοκής που υφαίνεται. Κοντολογίς, η αντιφατική του υπόσταση εξυπηρετεί την οικονομία του έργου. Όσο αποκωδικοποιούνται τα αινίγματα, αποκωδικοποιείται και η προσωπικότητα του Αλέξη και ερμηνεύονται οι αντιφάσεις του, ώσπου προσλαμβάνεται η τραγική ειρωνεία της κατάστασής του ∙ λόγω στρεβλής πληροφόρησης να θεωρεί ψευδές το αληθές και τανάπαλιν, ενώ οι άλλοι γνωρίζουν, και μεταξύ αυτών ο αναγνώστης. Από την άλλη πλευρά, η Ειρήνη, η Έρικα, η Φωτεινή, η Γιούλη, η Κατερίνα, η Μαρίνα και βεβαίως η Αναστασία του πυρήνα της ιστορίας, ομοίως ανταποκρίνονται στο ιδανικό της αιώνιας θηλυκής υπόστασης ∙ βιώνουν μοναδικά και τελεσίδικα τον έρωτα και αφοσιώνονται άνευ όρων, συχνά υποτάσσοντας τον εαυτό τους σε μια υψηλότερη προτεραιότητα και θυσιάζοντάς τον στον βωμό της προστασίας του αγαπημένου προσώπου. Αβρότητα συναισθήματος τις διατρέχει, ως ερωμένες, ως μάνες, ως φίλες. Ελαφρώς διαφοροποιείται, όχι ως προς την απολυτότητα του έρωτά της ή τη θετική της αύρα, αλλά λόγω της τόλμης της να αψηφήσει τις κοινωνικές επιταγές, η Έρικα της Αιγύπτου των αρχών του 20ου αιώνα ∙ προβάλλει θέματα γυναικείας χειραφέτησης, στηλιτεύει παθογένειες του κόσμου της, εξευτελιστικές για τη γυναίκα, και αποτελεί την αγαπημένη μου δευτερεύουσα γυναικεία μορφή. Δεσπόζουσα μορφή η Αναστασία στο τόξο των θηλέων, και κινητήρια δύναμη, σφραγίζει με την καίρια της επινόηση το πρότυπο της γυναίκας στους αιώνες. Εν κατακλείδι, πλάθοντας προσωπικότητες με θεμέλια διαχρονικά, η συγγραφέας αναδεικνύει ένα ακόμη στοιχείο που διακρίνει τη γραφή της ∙ μια τάση προς τον ρομαντισμό, υπό την έννοια ότι υμνεί τον αμετάκλητο έρωτα και την αθανασία του συναισθήματος, την αυτοθυσία και την εκλεκτική ευγένεια.
● Με ύφος απλό και ανεπιτήδευτο, φυσικούς διαλόγους καθημερινής αμεσότητας, επιμελημένη νεοελληνική γραφή, όμως λιτή και με μικρές περιόδους λόγου, η συγγραφέας συνθέτει ένα προσιτό ανάγνωσμα, το οποίο εξαίρει τις ανθρώπινες δυνάμεις και παρασύρει σε χώρο-χρονικές περιπλανήσεις. Αφενός αποπνέει πίστη στην ανώτατη δύναμη, αφετέρου αναδεικνύει τον κοσμοπολιτισμό, ως απελευθερωτικό από τα εσκαμμένα όρια. Η ιστορικότητά προσθέτει στη γοητεία του και μας παρέχει την εμπειρία της ντόπιας λαλιάς στους διαλόγους των επεισοδίων της παλιάς Κύπρου. Η περιγραφή δεν πλεονάζει, άλλωστε το ανάγνωσμα κατεξοχήν καταπιάνεται αφηγηματικά με την εκτύλιξη του νήματος μιας ιστορίας ∙ όπου υπάρχει, είναι κυρίως περιγραφή εσωτερικών διεργασιών, παρά εξωτερικών χώρων. Τέλος, ως χαριτωμένη λεπτομέρεια, ενδίδω στον πειρασμό να αναφέρω τη σποραδική παρείσφρηση λέξεων του κυπριακού ιδιώματος στoν άψογο νεοελληνικό λόγο της αφήγησης, όπως «εψές».
● Ολοκληρώνοντας, θα επισημάνω ότι το βιβλίο ενδείκνυται για κινηματογραφική απόδοση σε μια όμορφη ταινία.
Νέλλα Συναδινού
*Η Νέλλα Συναδινού σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, έχοντας αποφοιτήσει από τρία τμήματά της- το Ιστορικό, το Νεοελληνικών Σπουδών και από την Αγγλική Φιλολογία. Υπηρέτησε ως φιλόλογος τη Δημόσια Εκπαίδευση και πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε. Τώρα ασχολείται με τη βιβλιοκριτική και βιβλιοπαρουσίαση. Συγγράφει και η ίδια, ερασιτεχνικά προς το παρόν. Έχει εκπαίδευση σε εναλλακτικές θεραπείες και έχει δίπλωμα θεραπεύτριας ανθοϊαμάτων Bach.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου