Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Ο άνθρωπος του «Υπογείου» του Ντοστογιέφσκι


Γράφει η Νότα Χρυσίνα // *

Αναδημοσίευση από: Fractal

«Είμαι άρρωστος… Είμαι κακός. Δεν είμαι ελκυστικός άνθρωπος. Νομίζω πως μου πονάει το συκώτι. […] αν δεν θεραπεύομαι το κάνω από κακία».
«Ήμουν κακός υπάλληλος. Ήμουν σκαιός κ’ έβρισκα σ’ αυτό ευχαρίστηση»
Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στις βεβαιότητες του καιρού του και μέσα από το Υπόγειο, τοποθετείται χωροχρονικά σε ένα δωμάτιο υγρό και σκοτεινό, σε ένα υπόγειο που δηλώνει την έλλειψη φωτός που παραπέμπει στο καλό. Αντίθετα, το υπόγειο συνδέεται με το κακό το οποίο λειτουργεί ως χώρος δράσης αλλά και ως το ανεξερεύνητο μέρος της ψυχής. Ο συγγραφέας καταθέτει αμέσως την πρόθεσή του να μιλήσει στον αναγνώστη για το κακό σε αντίθεση με τους άλλους συγγραφείς που μιλούσαν μέχρι τότε για το «Ωραίο και Υψηλό». Υπαινίσσεται ότι ταυτίζεται με τον αφηγητή και αυτοσυστήνεται παραμένοντας, όμως, ένας άνθρωπος του υπογείου χωρίς όνομα (αν και στις υποσημειώσεις αρνείται αυτή την ταύτιση).
«αν νευριάσατε απ’ όλη τη φλυαρία […] σκεφτείτε να με ρωτήσετε: Ποιος είμαι συγκεκριμένα; Εγώ θα σας πω: είμαι ένας υπάλληλος 8ου βαθμού»
Ο συγγραφέας στις Σημειώσεις στο Υπόγειο ακολουθεί το παράδειγμα του Ρουσώ στις Εξομολογήσεις του εστιάζοντας στον εσωτερικό του κόσμο, το συναίσθημα, το οποίο γίνεται μέτρο γνώσης της ανθρώπινης φύσης.
«Εγώ δεν μπόρεσα να γίνω όχι μόνο κακός, αλλά τίποτε […] ο μυαλωμένος άνθρωπος δεν μπορεί στα σοβαρά να γίνει κάτι. Γίνεται κάτι ο βλάκας».
«Στο μεταξύ όμως για ποιο πράγμα να μιλήσει ένας καθώς πρέπει άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση;
Απάντηση: για τον εαυτό του.
Έτσι λοιπόν, θα μιλήσω για τον εαυτό μου»
Τηρεί το «αυτοβιογραφικό σύμφωνο» της ειλικρίνειας και της εμπιστοσύνης που προϋποθέτει η αυτοβιογραφία υποσκάπτοντας όμως το είδος αυτό μέσα από την πιστή και ρεαλιστική καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης και την ψυχρή απόδοσή της, όπως επιτάσσει το ρεύμα του ρεαλισμού, προχωρώντας στο σημείο της απόρριψης του συμφώνου με τον αναγνώστη
«Μήπως νομίζετε ότι μετανοώ μπροστά σας, ότι κατά κάποιον τρόπο σας ζητώ συγγνώμη; […] Όμως σας διαβεβαιώνω ότι μου είναι αδιάφορο αν το νομίζετε…»
Ο Ντοστογιέφσκι απευθύνεται στον αναγνώστη του 19ου αιώνα με λόγο καταγγελτικό, προκλητικό και παράλληλα σε εξομολογητικό τόνο. Γράφει από το «υπόγειο» θέλοντας να ξεσκεπάσει την υποκρισία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η βιομηχανική επανάσταση και το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού με το «δόγμα» της προόδου  δημιούργησαν μια διχασμένη ρωσική κοινωνία στην οποία καταρρέει η φεουδαρχία και αναδύονται ποικίλες αντιφάσεις που ζωγραφίζονται στον διχασμένο ψυχισμό του ήρωα. Η επιστημονική πρόοδος και η κυριαρχία της λογικής από τη μια ενώ από την άλλη η εξαθλίωση της αστικοποιημένης κοινωνίας και των εργατών, καθώς επίσης, το πνεύμα του ωφελιμισμού και της κερδοσκοπίας.
«Ωφελιμότητα! […] το ανθρώπινο συμφέρον μερικές φορές όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να συνίσταται στο να επιθυμεί μερικές περιπτώσεις το ανώφελο κι όχι το συμφέρον […] τότε όλοι οι κανόνες γίνονται σκόνη»
Ο «περιθωριακός» αυτός ήρωας γίνεται η φωνή του Ντοστογιέφσκι μέσα από την οποία πραγματεύεται ζητήματα δικαιοσύνης, ηθικής, το πρόβλημα του κακού αλλά και ιδεολογικά ζητήματα όπως ο μηδενισμός, ο υπαρξισμός, η θρησκευτική πίστη. Ανατέμνει με ακρίβεια το κακό και την σχέση του με την ηδονή μερικές δεκαετίες πριν ο Φρόιντ δημοσιεύσει το Πέρα από την αρχή της ηδονής αλλά και πριν τη δημοσίευση του Πέρα από το καλό και το κακό του Νίτσε.
«ο πόνος μετατράπηκε στο τέλος σε κάποια επαίσχυντη, καταραμένη ηδονή και κατατελευταία σε κατηγορηματική, σε σοβαρή ηδονή! […] υπήρχε ηδονή από την πολύ ενεργή συναίσθηση της ταπείνωσής μου.»
Fyodor Dostoevsky

Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι στις Σημειώσεις από το Υπόγειο είναι ένας «αντιήρωας» όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει.
«Το μυθιστόρημα θέλει ήρωα, ενώ εδώ έχουν συγκεντρωθεί επίτηδες όλα τα χαρακτηριστικά του αντιήρωα […] γιατί όλοι μας ξεκόψαμε από τη ζωή, όλοι κουτσαίνουμε, ο καθένας λίγο πολύ».
Ο αντιήρωας ως λογοτεχνικός όρος χρησιμοποιείται για κείμενα που γράφτηκαν στην περίοδο της απομυθοποίησης που ακολούθησε τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Χαρακτηρίζει ήρωες ταπεινούς, μικροπρεπείς, παθητικούς, αποτυχημένους ή άτιμους. Ο υπαλληλάκος του Υπογείου είναι ένας μικροπρεπής ονειροπόλος που θέλει να υπερασπίσει την ύπαρξή του απέναντι σε έναν κόσμο που τον συνθλίβει καθώς τον τοποθετεί στο περιθώριο με τη λογική αυτού του «πέτριν[ου] τοίχ[ου]» του «δυο φορές το δυο κάνουν τέσσερα».
Το Υπόγειο ή Σημειώσεις από το Υπόγειο, των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, αποτελείται από τρία αφηγήματα: Το Υπόγειο, Απ’ Αφορμή το Χιονόνερο και Ο Κροκόδειλος, ένα σπάνιο γεγονός.
Στην πρώτη ιστορία από τις τρεις βασικές ιστορίες του Απ΄ Αφορμή Το Χιονόνερο, ο ήρωας συνεχίζει τον εξομολογητικό του λόγο. Ονειροπολεί και επιμένει εμμονικά να υπερασπίσει την τιμή του απέναντι στην «προσβολή» που του έγινε από έναν αξιωματικό που δεν καταδέχτηκε να τον πετάξει από το παράθυρο όταν ο ήρωας του έκλεισε τον δρόμο μέσα σε μια αίθουσα μπιλιάρδου.
Ο ήρωας είχε μπει στην αίθουσα καθώς «ζήλεψ[ε] αυτόν τον πεταμένο από το παράθυρο κύριο» που είδε περνώντας τυχαία έξω από μια ταβερνούλα. Διακόπτοντας την ονειροπόλησή του είχε νιώσει την ανάγκη να «μπει στην κοινωνία». Έτσι, βγήκε βόλτα διακόπτοντας το διάβασμα το οποίο τον απασχολούσε τις περισσότερες ώρες και μέσα από το οποίο έφτανε σε μια παραληρηματική ευτυχία «τέτοια ευτυχία που έπρεπε ν’ αγκαλιάς[ει] οπωσδήποτε κι αμέσως τους ανθρώπους κι όλη την ανθρωπότητα».
Θα μπορούσαμε να πούμε πως, η ιπποτική διάθεση του ήρωα και ο ρόλος της φαντασίας που πυροδοτείται από αναγνώσματα, παραπέμπει στον Θερβάντες και τον Δον Κιχότη, τον ιππότη από την Μάντσα, και τις περιπέτειές του.
Ο ήρωας κατηγορεί τον εαυτό του για «ρομαντισμό», το κίνημα το οποίο μάχεται ο Ντοστογιέφσκι με τον ρεαλισμό και ειρωνεύεται φανερά. Ο ρομαντισμός «μια λεξούλα αρχαία, αξιοσέβαστη, πασίγνωστη» που πιθανόν να προκαλείται στον ήρωα του Υπογείου από την ανάγνωση βιβλίων. Το ήθος του διαμορφώθηκε από τα βιβλία όπως σαν τις ηρωίδες των ρομαντικών μυθιστορημάτων αλλά και την Εμα Μποβαρύ, την ηρωίδα του Φλωμπέρ στο Μαντάμ Μποβαρύ που είχε δημοσιευτεί λίγο καιρό πριν τη δημοσίευση του Υπογείου, το 1857, και είχε κατηγορηθεί για προσβολή της δημοσίας αιδούς και της θρησκείας.
Με ένα λεπτό ειρωνικό σχόλιο, ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι, δυσπιστεί απέναντι στο συναίσθημα της περιφρόνησης που νιώθει για τους άλλους και αναρωτιέται «Μήπως δεν την είχα ποτέ, μήπως ήταν μόνο παρείσακτη, από τα βιβλία;» Θέλει να καλέσει τον αξιωματικό σε μονομαχία και να μιλήσει μαζί του με «λογοτεχνική γλώσσα» γιατί «Για λόγους τιμής, δηλαδή όχι για την τιμή, αλλά για λόγους τιμής, σ’ εμάς δεν μπορούν να μιλήσουν διαφορετικά παρά με τη λογοτεχνική γλώσσα. Στη συνηθισμένη γλώσσα ο λόγος τιμής δεν υπάρχει».
Στην δεύτερη ιστορία οργίζεται με την έπαρση και τη φιλαυτία των παλιών συμμαθητών του, Ζβερκόφ, Σίμονοφ, Φερφίτσκιν, Τρουντολιούμποφ και τον «στρωμένο» βίο τους. Στο πρόσωπό τους επιβραβεύεται η μετριότητα και η μικροψυχία. Ο ήρωας, έξυπνος και μορφωμένος υπερέχει στο πνεύμα αλλά η μοίρα του τον κρατάει στο υπόγειο, στη φτώχεια και τα συμπλέγματα κατωτερότητας που αντιστρέφονται σε συμπλέγματα ανωτερότητας φανερώνοντας την ανισορροπία και την αστάθεια της ψυχής του που βυθίζεται στο σκοτάδι. Η κακία που αναπτύσσεται με κάθε συνάντηση με τους ανθρώπους σκεπάζει σαν ένας μανδύας την ψυχή που λαχταρά την επικοινωνία. Όμως, το σκοτάδι της ψυχής κάμπτει την τάση για το καλό και εμφανίζεται με χίλια κεφάλια σαν την λερναία ύδρα ακόμη κι όταν συναντάει τη Λίζα, μια νεαρή πόρνη, που την διάβρωσε η αισχρότητα και η ψεύτικη ηδονή. Η Λίζα είναι ικανή να αγαπήσει, να τον αγαπήσει, αλλά εκείνος περιφρονεί και μισεί την αγάπη που δεν του επιτρέπει να καθρεφτίζει τον ιδανικό του εαυτό. Ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να παρωδεί τους έρωτες των μυθιστορημάτων που είχαν αποξενώσει το άτομο από τη ζωντανή ζωή». Ίσως να επικρίνει τον νατουραλισμό και την κλινική καταγραφή του νοσηρού καθώς γράφει πως η συμπεριφορά του και τα σκληρά λόγια στη Λίζα δεν του ξέφυγαν «η σκληρότητα αυτή ήταν τόσο εγκεφαλική, σκόπιμα σκαρωμένη, βιβλιακή»
«Σε λίγο θα βρούμε έναν τρόπο να γεννιούμαστε από την ιδέα»
Στο τελευταίο αφήγημα Ο Κροκόδειλος, ένα σπάνιο γεγονός ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία την αστική τάξη. Αναφέρεται στον Φουριέ και την σοσιαλιστική ουτοπία που ήταν μέρος του κατηγορητηρίου που τον έστειλε στο κάτεργο. Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το Υπόγειο επιστρέφοντας από την εξορία όπου μελέτησε τον άνθρωπο εγκληματία. Σε ολόκληρο το έργο του αναζήτησε τις δύο ψυχές του αφού αποκήρυξε με το Υπόγειο την ρομαντική του ψυχή που είχε υπηρετήσει στα προηγούμενα έργα του.
Το Υπόγειο είναι ένα αντεπιχείρημα στον ορθολογισμό πριν αυτός κυριαρχήσει μέσα από την επιστήμη και την τεχνολογία του 20ού αιώνα. Ο μεγάλος «ρομαντικός» συγγραφέας εκθέτει τη λογική, την «ξεμπροστιάζει», καθώς ο εσώτερος κρυμμένος εαυτός αναδύεται σε κάθε της απόφανση. Η ρεαλιστική ματιά είναι ο φακός κάτω από τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι αναποδογυρίζει την πραγματικότητα και μέσα από την αποκάλυψη του «υπόγειου» εαυτού την προεκτείνει με τη συνεργασία της φαντασίας. Η φαντασία, αισθητικό όχημα των ρομαντικών, σχετίζεται με την αλήθεια και την πλάνη, την ενορατική γνώση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σπινόζα. Αυτή η ενορατική γνώση αποκαλύπτεται μέσα από τη γραφή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του αφηγήματος δεν μπορεί κανένας να παραμείνει βέβαιος πως «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» διότι πέρα από την ορατή πραγματικότητα ανοίγεται το βάθος ενός «Υπογείου».


* Η Νότα Χρυσίνα είναι πολιτισμολόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου