Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Πάμπα, το βασίλειο της ελευθερίας του ποιητή Dino Campana

    της Νότας Χρυσίνα


Ο Ιταλός ποιητής Dino Campana στη μοναδική του ποιητική συλλογή Ορφικά Άσματαύμνησε το τοπίο και τους ανθρώπους, στήνοντας ανάμεσα στο τοπίο και την ποίηση μια «γέφυρα» που οδηγεί στο άπειρο: «Ποια γέφυρα, ρωτήσαμε βουβοί, ποια γέφυρα χτίσαμε στο άπειρο, ώστε όλα μάς φαίνονται σκιά αιωνιότητας;».
Υπήρξε ένας από τους τελευταίους νομάδες ποιητές. Περιπλανήθηκε στη γενέτειρά του, την Ιταλία, περνώντας από την Ελβετία, το Βέλγιο και φθάνοντας έως τη Νότια Αμερική. Ταξιδεύοντας με το πλοίο μπροστά από τις ακτές της Ουρουγουάης, διέκρινε το Μπουένος Άιρες μέσα από το «ασημένιο ποτάμι», τον Ρίο ντε λα Πλάτα. Τραγούδησε την πάμπα και τον έρωτα που γνώρισε στην αγκαλιά μιας κρεολής. Στο κείμενο Πάμπα εξιστορεί πώς ανέλαβε «ορφικά» καθήκοντα, τα οποία του ανέθεσε μυστηριωδώς «εκείνο το ηλιόλουστο φάντασμα ευτυχίας». Ο ποιητής περιέγραψε τη μυστικιστική αυτή εμπειρία ως εξής: «Αργά βαθμιαία ανερχόμουν στη συμπαντική ψευδαίσθηση: από τα βάθη του είναι μου και της γης ξανάπαιρνα στους ουράνιους δρόμους την περιπετειώδη πορεία των ανθρώπων προς την ευτυχία μέσ’ από τους αιώνες».
Ο Campana μετανάστευσε στην Αργεντινή κυνηγημένος από τους συμπατριώτες του που τον είχαν στιγματίσει ως τρελό, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, γύρω στα τέλη του 1907. Είχε μαζί του συστατικές επιστολές για να δουλέψει σε ένα φαρμακείο της πρωτεύουσας (καθώς σπούδαζε Χημεία). Όμως, μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες από τη στιγμή της άφιξής του, παράτησε χωρίς εξηγήσεις τον ιδιοκτήτη του φαρμακείου, για να ακολουθήσει ένα καραβάνι εργατών που αναχωρούσε για την πάμπα, δηλαδή την επαρχία του Μπουένος Άιρες. Εκεί δούλεψε ως εργάτης εκσκαφών για τη διάνοιξη σιδηροδρόμων.

Φθάνοντας στην Αργεντινή, ένα πρωινό του Οκτωβρίου, αντίκρισε έκθαμβος τη «θαλασσινή πρωτεύουσα της νέας ηπείρου», ενώ το πλοίο προχωρούσε αργά σε «μια κίτρινη θάλασσα» (τα πράσινα νερά του Ατλαντικού κιτρινίζουν στα σημεία που συναντούν τα λασπώδη νερά του Ρίο ντε λα Πλάτα). Στο Μπουένος Άιρες ο Campana συνάντησε συμπατριώτες του μετανάστες να πετούν πορτοκάλια στους νεοφερμένους. Ήταν μεταμφιεσμένοι σαν gauchos, «με τη μόδα του Μπουένος Άιρες». Στο επικό ποίημα Martín Fierro του José Hernández, που θεωρείται ως το εθνικό έπος της Αργεντινής, ο gaucho ηρωοποιείται ως σύμβολο ενάντια στη διαφθορά και θεωρείται ένα ανάχωμα απέναντι στις ευρωπαϊκές τάσεις που προσπαθούσαν να αλλοιώσουν την ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής. Ο ήρωας του έπους, Martín Fierro, αρχικά εντάσσεται στον στρατό της Αργεντινής που πολεμούσε για την υπεράσπιση ή τη διεύρυνση των συνόρων της χώρας, αλλά εγκαταλείπει το φρούριο που υπηρετούσε και κηρύσσεται ανυπότακτος, στη συνέχεια φυγάς και καταζητούμενος. Η νομαδική ζωή του gaucho, μακριά από τον έλεγχο της κρατικής μηχανής, θεωρείται ως πρότυπο ελευθερίας και έρχεται σε αντίθεση με τις τυραννικές συνθήκες εργασίας των δούλων στις φυτείες της βόρειας Βραζιλίας. Ο Campana στην Πάμπα αναπλάθει τα κατορθώματα των Indios «που εφορμούσαν για ν’ ανακτήσουν το βασίλειο ελευθερίας τους», αλλά δεν αναφέρει ποτέ τον gaucho, φυσικό εχθρό του Indio. Στο τρένο διάβασε την ιστορία των «ιππέων» της πάμπας, των νεκρών και ζωντανών Ινδιάνων, γραμμένη στον ουρανό. Εκεί συμφιλιώθηκε με την «ανείπωτα γλυκιά και τρομερή» φύση, καθώς σε αυτή την περιοχή ο άνθρωπος είναι μόνος, «κανένας θεός» δεν υπάρχει να παραμορφώνει τον άπειρο ουρανό με τη σκιά του. Σε αυτό το τοπίο βίωσε μια ορφική εμπειρία: «Οι σκέψεις μου κυμάτιζαν: οι αναμνήσεις μου διαδέχονταν η μια την άλλη: που έμοιαζαν να βυθίζονται απολαυστικά για να επανεμφανιστούν πού και πού λαμπερά υπεράνθρωπες από μακριά, σαν από μια ηχώ βαθιά και μυστηριώδη, μες στο άπειρο μεγαλείο της φύσης. Αργά βαθμιαία ανερχόμουν στη συμπαντική ψευδαίσθηση» (Πάμπα). Ανακαλώντας τον Υπεράνθρωπο του Nietzsche, που επιστρέφει από την απομόνωσή του στο Βουνό, γράφει: «Και ήταν τότε που στην τελική μου νάρκωση ένιωσα με απόλαυση να γεννιέται ο καινούργιος άνθρωπος […] ο ελεύθερος άνθρωπος άπλωνε τα χέρια στον άπειρο ουρανό που δεν παραμορφωνόταν από τη σκιά Κανενός Θεού». Ο Γερμανός φιλόσοφος είχε πει: «θα πίστευα σε έναν θεό που θα ήξερε να χορεύει». Eμπνεόμενος ίσως από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, ο Campana αναζήτησε αυτόν τον θεό στο tango.
Γνώρισε το tango στο Μπουένος Άιρες, παίζοντας πιάνο στα στέκια και τα μπορντέλα του υποκόσμου. Αυτόν τον ρυθμό προσπάθησε να ανασυνθέσει στο ποίημα Φαντασία πάνω σε πίνακα του Ardengo Soffici. Το tango που έπαιζε στο πιάνο μετέφερε τη θλίψη των ανθρώπων του περιθωρίου. Είναι «η θλιμμένη σκέψη που χορεύεται», όπως είπε ο διάσημος συνθέτης και στιχουργός του tango, Enrique Santos Discépolo. Ο Campana σε αρκετά γραπτά του αναπολεί τον ήχο της κιθάρας, τον «συγκοπτόμενο μονότονο σκοπό» κατά τον Carlo Emilio Gadda, «την προφορική μυθολογία του θάρρους» κατά Borges. O μύθος που ξαναζωντανεύει στο tango σχετίζεται με «μια μυθολογία των μαχαιριών / που χάνεται αργά στη λήθη» (από το ποίημα El tango του Borges), παραπέμπει στην ατμόσφαιρα περιθωρίου του Μπουένος Άιρες, σε ένα «παρελθόν που είναι εξωπραγματικό κι εν μέρει αληθινό» (El tango). Αυτόν τον μύθο αναφέρει ο Campana στην Ανοιχτή επιστολή στη Manuelita Etchegarray, όταν γράφει: «αιματηρές ιστορίες ευθύς ξεχασμένες που αναβίωναν ξαφνικά μες στη νύχτα, ύφαιναν γύρω μου την ιστορία της νεαρής και άγριας πόλης».
Η εξαιρετική ποιητική συλλογή Ορφικά Άσματα μεταφράστηκε ολόκληρη (σε δίγλωσση έκδοση) και περιλαμβάνει εισαγωγή και επίμετρο σημαντικών μελετητών του Campana, καθώς και πλούσια σχόλια και σημειώσεις από τη μεταφράστρια Μαρία Φραγκούλη. Κυκλοφόρησε από τις καλαίσθητες εκδόσεις Περισπωμένη.
—————–

DINO CAMPANA (1885-1932)
Ο Dino Campana γεννήθηκε το 1885 στο Μαρράντι της Τοσκάνης. Διανύει μια ασταθή σχολική περίοδο, αλλάζοντας Γυμνάσια και Λύκεια, αποτυγχάνοντας ενίοτε στις κατατακτήριες εξετάσεις. Το 1903 σπουδάζει χημεία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, μα στο τέλος του έτους ζητά μεταγραφή για τη Φαρμακευτική Χημεία στη Φλωρεντία. Δείχνει ελάχιστο ενδιαφέρον για τις σπουδές και αποφασίζει να φοιτήσει σε στρατιωτική σχολή στη Ραβέννα. Αποτυγχάνοντας στις εξετάσεις, επιστρέφει στην Μπολόνια όπου παρακολουθεί μαθήματα στη Φαρμακευτική Χημεία. Ανικανοποίητος, εγκαταλείπει τη σχολή και αρχίζει τη μεγάλη φυγή. Τον Μάρτιο του 1906 από τη Γένοβα φθάνει στη Φλωρεντία και, όντας «κάπως ανισόρροπος στο μυαλό», στέλνεται από την αστυνομία πίσω στο Μαρράντι. Το καλοκαίρι διασχίζει τις Άλπεις, φθάνει στην Ελβετία και στη Γαλλία. Η ανισόρροπη συμπεριφορά και η ροπή περιπλάνησης (σε συνδυασμό με το ιστορικό ψυχικών διαταραχών στην οικογένεια) οδηγούν τους γονείς του να τον κλείσουν, τον Σεπτέμβριο του 1906, στο φρενοκομείο της Ίμολα για δύο μήνες. Τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα σε ψυχιατρεία και συλλήψεις, περιπλανιέται ασταμάτητα στη μισή Ιταλία. Στα τέλη του 1907 φεύγει για το Μπουένος Άιρες και μάλλον επιστρέφει στις αρχές του 1909. Τότε εισάγεται επειγόντως στο φρενοκομείο Σαν Σάλβι της Φλωρεντίας. Τον Φεβρουάριο του 1910 βρίσκεται στο Άσυλο Φρενοβλαβών στην Τουρναί του Βελγίου. Τον Ιούνιο επαναπατρίζεται και συνοδεύεται στο Μαρράντι με ιατρική γνωμάτευση ότι δεν φέρει κανένα σημάδι φρενοπάθειας. Το 1912 επιστρέφει στην Μπολόνια για να συνεχίσει τις σπουδές χημείας, αλλά σύντομα φεύγει για τη Γένοβα. Ακολουθεί μια περίοδος με αλλεπάλληλες συλλήψεις σε διάφορες πόλεις. Τον Δεκέμβριο του 1913 παραδίδει στους Papini και Soffici, διευθυντές του περιοδικού Lacerba στη Φλωρεντία, το μοναδικό χειρόγραφο του έργου του Il più lungo giorno. Αυτό χάνεται σε μια μετακόμιση, ο Campana το ζητά επίμονα και, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση, το ξαναγράφει με νέα μορφή και τίτλο Canti Orfici. Το καλοκαίρι του 1914 τυπώνει το βιβλίο στο Μαρράντι. Το 1915, με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, παρουσιάζεται ως εθελοντής, μα απαλλάσσεται λόγω ανικανότητας. Το καλοκαίρι του 1916 γνωρίζει τη συγγραφέα Sibilla Aleramo. Ξεκινά μια θυελλώδης σχέση που διακόπτεται σύντομα, με δραματικό τρόπο για τον Campana. Τον Γενάρη του 1918 στέλνεται πάλι στο φρενοκομείο του Σαν Σάλβι και λίγο αργότερα κλείνεται οριστικά στο θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων του Καστέλ Πούλτσι. Μένει έγκλειστος για 14 χρόνια χωρίς να ξαναγράψει και πεθαίνει την 1η Μαρτίου 1932.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου