Ο Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αναμφισβήτητα ένας από τους γίγαντες της ελληνικής λογοτεχνίας και βραβευμένος με το Νόμπελ λογοτεχνίας το έτος 1963 κατάγεται από οικογένεια καλλιτεχνών. Ο πατέρας του ακαδημαϊκός, ο αδερφός του ποιητής, η αδερφή του ποιήτρια τον επηρέασαν θετικά και συνέβαλαν στη δημιουργική του ροπή που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και κράτησε σαράντα χρόνια μέχρι το θάνατό του.
Παρ’ όλο που η ποίησή του επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό απ’ την Κρητική λογοτεχνία του 16ου και 17ου αιώνα και τη δημιουργική χρήση της ελληνικής γλώσσας της εποχής εκείνης η ποίησή του διαφέρει απ’ την Κρητική στον τρόπο που χρησιμοποιεί τις διάφορες εικόνες, τους ήρωες και τους μύθους που προέρχονται απ’ την αρχαία Ελλάδα. Αν παρατηρήσει κανείς τον Κωστή Παλαμά που αναφέρεται στην αντίθεση ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα «τους ανθρώπους των λειψάνων» που δέσποζαν στους ναούς και στα ελαιόφυτα της Αττικής και στο σύγχρονο λαό που «έρπεται αργά σαν κάμπια πάνω στο λευκό λουλούδι» ή τον Κωνσταντίνο Καβάφη που φέρνει στη μνήμη, ίσως ειρωνικά, ίσως ερωτικά, κάποια σκηνή απ’ την αρχαία Αλεξάνδρεια ή τον Άγγελο Σικελιανό που ονειρεύεται να ξαναεγκαθυδρίσει ολόκληρο το πάνθεο των αρχαίων θεών και να γίνει ιεροφάντης των μυστηρίων ή το Γιώργο Σεφέρη που ψάχνει με το Βασιλιά της Ασίνης τον σημαντικό ήρωα που πάλεψε με άλλους ήρωες κι ανακαλύπτει το ασήμαντο κενό της σύγχρονης ύπαρξης, ό,τι και να `ναι αυτό ο αρχαίος κόσμος μ’ όλες του τις πτυχές απορροφά τη φαντασία των σύγχοονων ποιητών ακατάπαυστα. Αυτή η ολοκληρωτική μέριμνα είναι καθ’ όλα φυσιολογική σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που είναι ολόγιομη απ’ την πανάρχαια κληρονομιά αφού όπου κι αν βρεθεί κανείς θα συναντήσει «κομμάτια ζωής που κάποτε ήταν πλήρης». Ο Σεφέρης όπως και πολλοί απ’ τους σύγρονούς του ποιητές έχουν αντλήσει απ’ αυτή την αστέρευτη πηγή του ελληνικού πνεύματος.
Το ποιητικό του έργο δεν θεωρείται μεγάλο σε σύγκριση με εκείνο του Γιάννη Ρίτσου ή ακόμα και με το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, κι ο ποιητής μοιάζει συγκρατημένος, υπερεκλεπτυσμένος, φιλοσοφικός σ’ αντίθεση μ’ έναν πηγαίο ποιητή που προκαλεί στιγμιαία διέργεση ή ακόμα και μ’ έναν παιγνιδιάρη λυρικό που δημιουργεί εικόνες και ήχους σαν γάργαρο ποταμάκι που πάντα βιάζεται. Όμοια με πολλούς άλλους της εποχής του η ποίησή του εμπλουτίζεται από τον υπέροχο ελληνικό χώρο, τη γαλανή θάλασσα, τα νησάκια, τα «κρυφά περιγιάλια», τις ολόχρυσες αμμουδιές και πάνω απ’ όλα αυτά την πανάρχαια ομορφιά που αντιπροσωπεύουν τ’ αγάλματα και οι αρχαίοι ναοί. Η αγάπη του κι ο θαυμασμός του για το κάθε τι ελληνικό είναι παντού στο έργο του, ο τόπος άγονος, σκληρός και τιμωρούν, η γυμνή πανωραία ομορφιά, ο ήχος της θάλασσας στο ακρογιάλι των αναμνήσεών του απ’ τη γη των παιδικών του χρόνων, τα ψηλά γρανιτένια βουνά, η παράδοση και ο θρύλος, τα έθιμα κι ο αέναος αγώνας μα κι η καθημερνή πάλη του απλού ανθρώπου για τη βιοπάλη κι η διαιώνιση της ελληνικής γλώσσας είναι τα στοιχεία που συναντούμε ξανά και ξανά.
Συχνά συναντούμε στους στίχους του δυισμούς: νόστος-θάνατος, στην «Κίχλη», μύθος-ιστορία, στο «Μυθιστόρημα», νόστος-άλγος, στο γνωστό του ‘Γυρισμός του Ξενιτεμένου, όπου ο γυρισμός είναι μια τραυματική εμπειρία για τον ξενιτεμένο που δεν συναντά πια εικόνες της παιδικής του ηλικίας που έχουν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί με την καθημερνή μικρότητα.
Κι εδώ συναντούμε ξανά τις εικόνες που συχνά επαναλαμβάνονται στο έργο του οι πέτρες, τα μάρμαρα, τ’ αγάλματα, οι ναοί, εικόνες που συνδέουν τη σύγχρονη Ελλάδα με το δοξασμένο παρελθόν. Αυτές οι αναφορές αντιπροσωπεύουν τη ξακουστή ιστορία που παρ’ όλο που είναι στατική είναι επίσης ένδοξη και άξια θαυμασμού αλλά και ταυτόχρονα νεκρή κι ακίνητη σε αντίθεση με τον αγώνα του ποιητή που προσπαθεί να τα ξαναενώσει τους δυο αυτούς κόσμους μια η προσπάθεια που δεν είναι καθόλου επιτυχής. Αυτές οι εικόνες αναφέρονται στο μυθολογικό και ιστορικό βάρος που ο σύγχρονος Ελληνας υποβαστάζει στους ώμους του.
Κριτικοί βρίσκουν κάποιαν ομοιότητα ανάμεσα στην ποίηση του Σεφέρη και του Έλλιοτ που ο Γιώργος Σεφέρης γνώρισε στο Λονδίνο. Επίσης κριτικοί υποδεικνύουν σημεία όπου το έργο του Σεφέρη διαποτίζεται από την Ευρωπαϊκή απαισιοδοξία της εποχής του μεσοπολέμου, /σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν/, /ο πανάρχαιος πόνος/ στοιχεία που σκιαγραφούν την ελληνική μοίρα. Αλλά πώς είναι δυνατόν κάποιος που έχει χάσει την πατρική του γη, τον τόπο που γεννήθηκε για πάντα να μη νιώθει απαισιόδοξος; Κι αυτή η εικόνα της απαισιοδοξίας πηγάζει απ’ την επίκαιρη Μικρασιατική τραγωδία του 1922, πρόσφατος πόνος που έζησε ο ποιητής κι όλος ο Ελληνισμός, αυτός ο καημός της Ρωμιοσύνης, ο ολοκάθαρα ελληνικός κάνει τη φωνή του ποιητή να ντύνεται μια ξάστερη ειλικρίνια επηρεασμένη απ’ τον πόλεμο, την καταστροφή, την εξορία-μετανάστευση των ημερών εκείνων. Είναι αυτή η βαθειά επίγνωση του ποιητή, άγνωστη τις περισσότερες φορές για κράτη με λιγόχρονη ιστορία και λιγότερο τραγική από την ιστορία της Ελλάδας, που βοηθά τον ποιητή Σεφέρη και τον οδηγεί στο μελαγχολικό κι απαισιόδοξο τόνο του.
Η Ελληνική μυθολογία παίζει σπουδαίο ρόλο στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, αλλά θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι είναι ένα ξεχωριστό αυτόνομο στοιχείο τη στιγμή που συνυφαίνεται με διάφορους άλλους ιστούς της ελληνικής δημιουργικότητας όπως η παράδοση, η λογοτεχνία κι ο μύθος στοιχεία που είναι σφιχτά δεμένα το ένα με το άλλο στο έργο του κι ο καθένας μπορεί να διαισθανθεί όλο το παρελθόν του ελληνισμού όπως αντιπροσωπεύεται στην ποίηση απ’ την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σημερινή εποχή κι είναι ολοφάνερα στην ποίηση του Σεφέρη. Αναμφίβολα όταν κάποιος συλλαμβάνει τον ήχο της πλούσιας παραδοσιακής φωνής που έχει γαλουχηθεί απ’ τους ήχους της εξαίσιας ποίησης των αρχαίων χρόνων γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η φωνή του μεγάλου Σεφέρη είναι επίκαιρη κι ο συναισθηματισμός του ποιητή δεν στέκεται καθόλου μακριά απ’ αυτόν των ποιητών της αρχαίας εποχής και νοσταλγικά εμβαθύνει σε εικόνες του παρελθόντος για να ξεφύγει απ’ την παραζάλη της σημερινής ζωής καθώς το παρελθόν παρουσιάζεται για να φωτίσει τη σύγχρονη εικόνα.
Με την έκδοση του βιβλίου «Μυθιστόρημα», το 1935, που θεωρείται το καλύτερό του έργο, ο ποιητής αφήνει πίσω του την προσκόλησή του σε ποιητικές φόρμες και τεχνικά στοιχεία των προηγούμενων βιβλίων του και καθαρά ελεύθερος δοκιμάζει να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο με μεγαλύτερη άνεση χαρακτηριστικό ενός ώριμου ποιητή που βρίσκουμε στη δουλειά του ολοκάθαρους τόνους κι εκφράσεις, εικόνες δίχως στολίδια και καλλωπισμούς, τα χρώματα είναι απλά και οι εικόνες αραιότερες. Και σ’ αυτή την ώριμη ποίηση ο Σεφέρης συνδυάζει το ύφος της καθημερινής ομιλίας με το ρυθμό της παραδοσιακής χρήσης της γλώσσας με τρόπο που καταλήγει σε μια αρμονική συνύφανση πυκνότητας του λόγου. Κι υπάρχουν στιγμές που διακρίνουμε σε κάποιο επεισόδιο την ανάπτυξη μιας εικόνας απ’ το τοπικό ή ενδοχωρικό επίπεδο να προεκτείνεται ολοκάθαρα στο παγκόσμιο επίπεδο στοιχείο ωρίμνασης του ποιητή που υπερβαίνει απ’ τον ελληνικό χώρο στον παγκόσμιο.
Αλλά όσο παγκόσμιο είναι το έργο του Σεφέρη άλλο τόσο είναι καθαρά ελληνικό κι η λατρεία του για κάθε τι ελληνικό είναι αναμφισβήτητη, χαρακτηριστικό στοιχείο για όλους όσους έχουν φύγει, ας θυμηθούμε ότι έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μακριά απ’ την πατρίδα και σχεδόν όλη του τη ζωή μακριά απ’ τον αγαπημενο χώρο των παιδικών του χρόνων τη Σμύρνη. Επίσης είναι γνωστό ότι όλοι όσοι έχουν φύγει απ’ την πατρίδα κουβαλούν πάντα βαθειά στην καρδιά τους τον ελληνικό χώρο, τη γαλανή θάλασσα, τις υπέροχες ακρογιαλιές, τα γραφικά νησάκια, τον απλοϊκό άνθρωπο που πάντα σηκώνει στους ώμους του το βαρύ φορτίο του ένδοξου παρελθόντος και προσπαθεί μερικές φορές ανέλπιδα να συνδυάσει το υπέροχο αρχαίο με το απαισιόδοξο σημερινό στοιχείο που βουτηγμένο στο μοντέρνο τρόπο ζωής του καταναλωτισμού και την απόκτηση υλικών αγαθών παραβλέπει τον πλούτο που του έχουν εμπιστευθεί οι Μοίρες και μετατρέπεται σε μια έννοια παράλογη και άγευστη.
*O Μανώλης Αλυγιζάκης, είναι Ελληνο-Καναδός ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας.
Βανκούβερ, Καναδά, Φεβρουάριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου