γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
από τις εκδόσεις «Μανδραγόρας»
«χλωμά παιδιά της
στέρησης
με ματωμένα πόδια
πεισματικά που
αγκυροβόλησαν
σε μιαν ασπρόμαυρη
φωτογραφία»
Η μνήμη είναι ένα σκοτεινό ποτάμι που αν βυθιστείς μέσα του
είτε πνίγεσαι είτε ανασαίνεις – δανείζομαι εδώ τη σκέψη του Τόλη Νικηφόρου – που με την ποιητική του ιδιότητα να
επιμένει πίσω από τις λέξεις του επιχειρεί εδώ σε πεζή μορφή να μας ταξιδέψει
στο παρελθόν της παιδικής του ηλικίας, που άλλοτε αποδεικνύεται ευφρόσυνο και
άλλοτε (όσο προχωρείς στα πιο δύσκολα χρόνια) σκληρό και οδυνηρό. Πώς αλλιώς όμως
να προσεγγίσεις εκείνα τα χρόνια της Κατοχής και κατόπιν τα δύσκολα
μετακατοχικά χρόνια στη «μεγάλη πολιτεία
των προσφύγων», τη Θεσσαλονίκη, το μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων και
πολιτισμών; Και με ποιον τρόπο να μιλήσεις γι’ αυτές τις εικόνες που βρήκαν τη
θέση τους στη μνήμη, περίπου στην «άκρη
του κόσμου», όπως ονομάζει ο συγγραφέας την παιδική ηλικία;
Σαν να ανοίγει μια πόρτα στο παλιό του σπίτι, όπως λέει, και
να ανασύρει μέσα από άδεια πια δωμάτια και σκονισμένα παράθυρα παλιές
φωτογραφίες, και μ’ ένα μαγικό άγγιγμα να ζωντανεύουν μέσα απ’ όλα τα
ασπρόμαυρα κατάλοιπα τα αποτυπωμένα στο κιτρινισμένο πια χαρτί εκείνα τα
παιδικά χρόνια στη γενέθλια πόλη.
Μέσα από τα μάτια του παιδιού θα δούμε κι εμείς εκείνο τον
περίκλειστο κόσμο που ορίζονταν από τα οδικά ορόσημα, τόσο βαθιά χαραγμένα στη
μνήμη:
«Αγνώστου Στρατιώτου
και Πλατείας Δικαστηρίων, Μητσαίων και Φιλίππου…Λουτρά Παράδεισος και άγιος
Νικόλαος, Παναγία Χαλκέων…Υπήρξαν όλα αυτά ποτέ; Υπήρξε ο Νίκος, Η Αριστούλα, ο
Γιώργος; Ο μπαμπάς, η μαμά, ο μεγάλος μου αδελφός; Οι άγνωστοι στρατιώτες που
έπεσαν στη μάχη της ζωής; Υπήρξαν τα παιδιά της γειτονιάς, τα χίλια δυο
παιχνίδια στον δρόμο και στην πλατεία; Υπήρξε η ευτυχία;»
Αυτό το τελευταίο ερώτημα καλείται και ο αναγνώστης να
απαντήσει, αφού αφήσει πίσω του τις όποιες εικόνες σημερινής ζωής συνιστούν τον
δικό του κόσμο. Για να δεις τις εικόνες εκείνου του μακρινού μικρόκοσμου,
πρέπει να ανοίξεις χώρο στη σκέψη σου για τα παιδιά που έπαιζαν επινοώντας τα
παιχνίδια τους στους χωματόδρομους που ακόμη δεν ήξεραν πως θα γίνονταν
ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι με πολλά τροχοφόρα και πολλή ρύπανση. Να δεις τους
Γερμανούς να σε ξεσπιτώνουν, γιατί στο σπίτι σου τύχαινε να έχεις λουτρό, και
να σε περιορίζουν σε ένα ημιυπόγειο. Να
δεις πώς δύο πολυμελείς οικογένειες μοιράζονταν ένα διαμέρισμα σ’ ένα πολυώροφο
γκρίζο κτίσμα, με στενόμακρα μπαλκόνια για το άπλωμα των ρούχων και το
στοίβαγμα των καυσόξυλων για τις ξυλόσομπες.
Και να δεις με τη φαντασία σου εκείνο το μικρό αγόρι που
ανέλπιδα ερωτευμένο ξεροστάλιαζε σε μια γωνιά του μπαλκονιού περιμένοντας για
μια στιγμή να δει την Κική «ανάμεσα σε
ρούχα και καυσόξυλα». Κι αν του έριχνε τυχαία μια ματιά; Μεγάλη υπόθεση!
Κι ύστερα να το δεις «με
εφεδρικό χουνάκι σπόρια στην τσέπη»
ή μόνο του να παίζει με «το τάβλι σαν
κάστρο και τις μπίλιες στο χαλί», ή να τρέχει στους δρόμους με τα «παράσημα» στα πόδια από πεσίματα και
κλωτσιές και αγορίστικά μαλώματα. Ή να απογειώνεται με ένα ποδήλατο
ελαττωματικό, χωρίς φρένα στην Αμύντα, και όλο αυτό να είναι μεγάλο κατόρθωμα,
αφού μπόρεσε να καβαλικέψει αυτό το ατίθασο «άτι».
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται ακόμη και κάπως γραφικά, ωστόσο
με τη ματιά στα χρόνια εκείνα τα δύσκολα, έχουν και τη σκληρή τους όψη και όχι
μόνο λόγω της γενικότερης βαριάς ατμόσφαιρας. Θα δούμε ένα παιδί που μεγαλώνει
μόνο με τον πατέρα, που θα σταθεί στο πλάι του και σαν μάνα, με τη σκιά του
μεγάλου αδελφού να το προστατεύει. Ο μεγάλος αδελφός!
«Τον αγαπούσα με κείνη
την παιδική αγάπη που είναι περισσότερο θαυμασμός, τυφλός, απέραντος θαυμασμός
και απεριόριστη εμπιστοσύνη.»
Διαβάζεις και σκέφτεσαι πώς τα φέρνουν έτσι οι συνθήκες και
οι ανάγκες της ζωής, που τα παιδιά θαρρείς και μεγαλώνουν από μόνα τους, από
μια δική τους όρεξη, ένα δικό τους πείσμα να αναμετρηθούν με τα δύσκολα.
«Εξαιρετικά οικεία
αλλά και παράξενα αινιγματική φαντάζει στη μνήμη όλων μας η εποχή εκείνη. Μια
εποχή φτώχειας, στέρησης αλλά και του αμύθητου πλούτου της νιότης και της
ανακάλυψης του κόσμου. Μια εποχή αθωότητας, εκθαμβωτικής και οδυνηρής
ταυτόχρονα.»
Αυτό το παιδί που περνούσε πολλές μοναχικές ώρες στο σπίτι, στις προσφιλείς του
γωνιές διαβάζοντας, όπως λέει, ό,τι του έπεφτε στα χέρια, από περιοδικά της
εποχής και εφημερίδες μέχρι τα αγαπημένα παιδικά μυθιστορήματα, που άπλωναν τη
φαντασία σε πλούσιους ορίζοντες, κάποια στιγμή αναπόφευκτα έπιασε να γράφει.
Και δεν έχει σταματήσει ως σήμερα να εμπλουτίζει τον συγγραφικό μας κόσμο με
ποιήματα αλλά και με πεζογραφήματα εξαιρετικά.
Πιστεύω ότι κατά βάθος ο Τόλης Νικηφόρου είναι ποιητής, και
με αυτή την ιδιότητα προσεγγίζει και τον πεζό λόγο. Όχι μόνον επειδή προλογίζει
με στίχους το κάθε διήγημα από τα δεκαεπτά της συλλογής αυτής, αλλά γιατί μεταφέρει
στις αφηγήσεις του όλο το προσωπικό του βίωμα με την ευαισθησία του ποιητή και
κυρίως με ένα βλέμμα τόσο διεισδυτικό που μπορεί και ανοίγει διάπλατα τα
παράθυρα των χρόνων εκείνων.
Άλλωστε η παρατηρητικότητα είναι μία από τις αρετές του
ποιητή. Μαζί με την ικανότητα αυτό που παρατηρεί να το μεταφέρει στον αναγνώστη
του με όλη την ιδιαίτερη αίσθηση που του δημιούργησε, με όλο το συναισθηματικό
βάρος που εμπεριέχει η εικόνα και η στιγμή. Ο ποιητής/πεζογράφος εδώ ανοίγει το
δικό του σπίτι, αυτό των παιδικών του χρόνων και μας παίρνει από το χέρι. Μαζί
θα το σεργιανίσουμε, νομίζοντας συχνά πως είναι οι δικές μας παιδικές
αναμνήσεις, φυσικά με την αναλογία που επιτρέπουν τα αναγνώσματα και ίσως κάποια
διαφορά ηλικίας. Αυτό που μετράει και που αξίζει τελικά είναι ότι με το γράψιμό
του σε τοποθετεί μέσα στις σελίδες του, σε κάνει μέρος του τοπίου που
αφηγείται. Δεν είναι λίγο αυτό, και ενδεχομένως είναι αυτό που κάνει κάποιον
σπουδαίο συγγραφέα. Όπως γράφει ποιητικά προλογίζοντας ένα αφήγημά του:
«καμιά φορά αργά το
βράδυ
ξαναγυρίζω στο παλιό
μας σπίτι
με προσοχή την πόρτα
ανοίγω
αναζητώντας μέσα στο
σκοτάδι
κι εγώ δεν ξέρω τι
αναζητώντας»
Η αμηχανία μπροστά στη μνήμη, που έχει τη δική της δυναμική,
και σε κάνει να ανοίγεις τα καλά φυλαγμένα μέσα στον χρόνο. Ψάχνει, χωρίς να
ξέρει τι ακριβώς και έκπληκτος ανασύρει τόσες εικόνες, τόσα λόγια, τόσα
πρόσωπα. Και όλα αυτά, έτσι αφηγημένα, έρχονται σε σένα που διαβάζεις, και
θαρρείς πως πρόκειται για μυθοπλαστικά δημιουργήματα, όπως σε κατευθύνει το
εξώφυλλο δηλώνοντας πως είναι διηγήματα όλα αυτά. Δεν είναι. Κομμάτια και
αποσπάσματα πραγματικής ζωής είναι, που καταθέτει εδώ ο Τόλης Νικηφόρου, έτσι
σαν ένα μνημόσυνο της παιδικής ηλικίας, βαθιά χαραγμένης πάνω του, με τα
βιώματά της. Με τη μαγεία της αλλά και την οδύνη της.
Διώνη Δημητριάδου
--------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου