γράφει η Διώνη Δημητριάδου*
Η σύλληψη της συνολικής εικόνας
Διαβάζοντας το “Cabaret Voltaire” του
Αχιλλέα Κατσαρού
εκδόσεις Μίνθη
Ορχήστρες Αθηνών και
πάσης Ελλάδος
Ημέρα πρώτη
Κάθοδος στον Άδη.
Η ανάσταση εδώ
σαλπίζει πιο σιωπηλή
από τις κραυγές των
ζωντανών
οχύρωση του σώματος
μπροστά στη σκιά.
Τα ζώα μιλούν.
Από τους πρώτους
στίχους του “Cabaret Voltaire”
ανοίγει μπροστά σου μια εικόνα. Και αυτή σε συνοδεύει ως το τέλος,
τακτοποιώντας τα κομμάτια της στίχο τον στίχο μέχρι να δεις όλο το νόημά της.
Σκέφτομαι ότι με αυτό που μόλις έγραψα έρχομαι σε αντίφαση με τον τίτλο που
έβαλε ο ποιητής στο έργο του. Γιατί εμφανέστατα παραπέμπει στον εμβληματικό
εκείνο χώρο του Hugo Ball και των ντανταϊστών στις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα, στη Ζυρίχη, αλλά και στο ομώνυμο περιοδικό του ανατρεπτικού αυτού
κινήματος. Και ακόμα περισσότερο νιώθω την αντίφαση, όταν ανακαλύπτω στις
σελίδες του Κατσαρού τα σχέδια από το ημερολόγιο του Tristan Jara, ηγέτη των ιδιόμορφων
αυτών δημιουργών. Αν ο ποιητής θέλει τον συσχετισμό με τη γραφή του dada, τότε το όλο σκηνικό που
επιχειρεί να στήσει υπονομεύεται από τις αρχές
του κινήματος. Και πάλι εδώ σκέφτομαι πόσο συμβατικός είναι ο κώδικας της
γλώσσας, μια που η λέξη αρχές δεν
συνάδει φυσικά με τον αυτονόητο αναρχισμό των ντανταϊστών. Η αποδοχή του τυχαίου
παράγοντα στη βάση κάθε δημιουργίας, η άρνηση αρχών που να διέπουν την τέχνη, η
μη αποδοχή της οποιασδήποτε σκοπιμότητας θα μπορούσε να ορίσει τα πλαίσια του
καλλιτεχνικού έργου, η απομάκρυνση εν τέλει από κάθε λογική που θα κατεύθυνε το
χέρι του ζωγράφου ή τη σκέψη του ποιητή, δεν συνιστούν μια μορφή μηδενισμού;
Πρόκειται για μια πολύ πιο ακραία εκδοχή του αυτοματισμού στην τέχνη (από αυτήν
που δηλώνει ο υπερρεαλισμός κατόπιν), που αναπόφευκτα οδηγεί στην αποδοχή της
αυτονομίας του έργου, αποκομμένου πια και από τον ίδιο τον δημιουργό του. Στόχος,
άλλωστε, του κινήματος αυτού ήταν η έλλειψη οποιουδήποτε εμφανούς στόχου.
Αντιφατική οπωσδήποτε η προσέγγιση αυτή.
Έρχομαι, μετά από αυτή την απαραίτητη εισαγωγή, στο έργο του
Αχιλλέα Κατσαρού. Είναι άραγε ζωντανή στη σημερινή ποίηση η παρουσία του
ιδιόμορφου dada; Έχω
την πεποίθηση ότι όλα τα ρεύματα που επηρέασαν κατά εποχές την ποιητική
δημιουργία (και τη λογοτεχνική γενικότερα) δεν έχουν σβήσει αλλά συνεχίζουν τη
ζωή τους ανιχνευόμενα σπερματικά στα σύγχρονα έργα. Ίσως, όμως, είναι μοναδική η περίπτωση του Κατσαρού που
τόσο έντονα κατευθύνει προς το συγκεκριμένο ρεύμα. Πόσο πιστός, ωστόσο, μπορεί
να μείνει ο σημερινός ποιητικός λόγος σε ένα μηδενισμό που μόνο με τη μορφή
ποιητικής άσκησης μπορεί πλέον να εκληφθεί; Ευτυχώς η ποίηση που εκπροσωπεί ο
Κατσαρός είναι κάτι πολύ περισσότερο από κάτι τόσο αδιέξοδο και επιφανειακό
όπως μια άσκηση επί χάρτου - ας μου
επιτραπεί εδώ το λογοπαίγνιο.
Στα τρία μέρη που χωρίζει τον λόγο του, και ύστερα από το
ξάφνιασμα που σου προκαλεί στο πρώτο μέρος η απρόσμενη εικόνα της ορχήστρας των
ζώων (οργουελικής ίσως επιρροής), κλιμακώνεται ένα τοπίο με έντονα τα στοιχεία
του σουρεαλισμού.
Είμαι ένας μικρός
αχινός
φώναξε κάποιο ζωντανό
παίζω φλάουτο
φοράω πράσινο του
δάσους φανελάκι
αδυνατώ να ερμηνεύσω
γιατί
δεν βγαίνουν νότες
από μέσα
παρά μόνο κάτι κίτρινα
σαν αηδόνια κελαηδούν
χωρίς κεφάλι
και μιλούν
στις νότες
που έχω
για μπότες.
Μόλις όμως πάει να κατασταλάξει μέσα σου το άτοπον του
πράγματος, υποψιάζεσαι το ρεαλιστικό υπόβαθρο που κατευθύνει το όλο έργο. Γιατί
ο ποιητής, κατά τη γνώμη μου, έχει απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα, την
οποία παρουσιάζει εδώ μεταμφιεσμένη με στοιχεία του παραλόγου. Ίσως η πρόσληψη
του αληθινού να χρησιμοποιεί συχνά το ύφος
του άλογου, σαν ένα μονοπάτι που οδηγεί με εντυπωσιακό τρόπο στον ίδιο
στόχο. Αρκεί να ανασηκώσεις λίγο την κουρτίνα και να διαβάσεις σωστά τα σημεία.
Θα μπορούσες να με
πεις και άλογο
μα δεν έχω ταυτότητα
από τότε που σηκώθηκα
στα δύο
σαν άνθρωπος
προχωρώ κολλημένος
με τέσσερα πόδια
ενδιάμεσα
σκάλα
για ν’ ανεβαίνει ο
κάθε
μεθυσμένος αλητόγατος
να μου κάνει παρέα
όταν παίζω φυσαρμόνικα
και ζεσταίνω
τον άνεμο που φυσάει.
Οι παραπάνω στίχοι -τραγικοί στον συμβολισμό τους- δεν
επιτρέπουν θαρρώ μεγάλη ακροβασία στο παράλογο και το άσκοπο, περιγράφοντας την
εικόνα του μοναχικού (ποιητή ίσως;) που ρόλος του είναι η μετάλλαξη του άτοπου
σε κοινό τόπο, ώστε να κοινωνούν οι υπόλοιποι.
Στο δεύτερο μέρος βρίσκει τη συνέχειά του ο στίχος
Κάθοδος στον Άδη
που μας υποδέχθηκε στην αρχή του ποιήματος. Εδώ ο χώρος των
κεκοιμημένων θα δώσει το κατάλληλο πλαίσιο για μια
Παρατήρηση των
εγκοσμίων στον τόπο των
κεκοιμημένων ή τι θα
μπορούσε να ειπωθεί για
τον θάνατο την ώρα που
τον μελετάς στον φυσικό
του χώρο.
Ο φόρος τιμής στον Αντρέ
Μπρετόν με την απαραίτητη παρουσία
Η κυρία Νταντά Σουρεάλ
Εδώ έχουν τη θέση τους και οι σημερινοί «άγιοι των
Εξαρχείων»
περπατώντας τη
Βαλτετσίου θα δεις
επιληπτικούς Λουκιανούς
κι άλλους αγίους να
ξύνουν ακόμα το κεφάλι
τους
μπροστά στο θαύμα της
φλεγόμενης βάτου
εκεί δίπλα στην Περσεφόνη.
Πώς αλλιώς; Εδώ όλοι έχουν μια θέση, ακόμα και η νεκροκεφαλή μέσα στο πλήθος,
προς έκπληξη του ποιητή
αυτή η νεκροκεφαλή
στη μέση του πλήθους
πώς διάβολο βρέθηκε
ανάμεσά μας;
Μια υπενθύμιση ίσως της ματαιότητας των φαινομένων που
εισηγείται η ζωή.
Όμως στερεύουν, όπως είναι φυσικό, οι ερμηνείες κι έτσι
αφήνεσαι στον χείμαρρο των λέξεων, στην κυριαρχία των εικόνων. Και αναμένεις,
μετά από τον απόλυτο χώρο των νεκρών και των νεκροζώντανων, μια ανάσταση. Αυτή
θα έρθει στο τρίτο μέρος, σαν μια σκηνή από τον Ιωάννη, τον αποκαλύπτοντα τα
μυστήρια. Μόνο που η σκηνή εδώ δεν μιλά μόνο για τα μελλούμενα, μα και για τα αληθινά βάσανα του
κόσμου. Έτσι δίπλα στο τοπίο της Νισύρου, στον απρόβλεπτο τόπο του ηφαιστείου
που συνδέει με τα έγκατα της γης, έχουμε τη Λέσβο των πνιγμένων, των
κυνηγημένων σύγχρονων, που τόπο δεν γνωρίζουν. Ο ποιητής είναι μέρος του
πάσχοντος τοπίου, κομμάτι της ανθρωπότητας που αγωνιά. Τι θα γίνει, λοιπόν;
Αναστάσιμη μέρα.
Έξω από τον τάφο δεν
θα δεις άγγελο ούτε γυναίκες.
Η κόλαση είναι πιο
ζωντανή από κάθε περιγραφή.
Σπάνε οι βράχοι.
Χιλιάδες λεύγες
πραγματικότητα,
αυτό είναι το αλύτρωτο
κρασί.
[…]
Υπάρχουν ανθολογίες εκεί
έξω;
Δόρατα αιχμηρά;
Λεγεώνες ονείρων;
Κύματα επτά.
Υπάρχουν στάχτες;
Οδύσσειες;
Ο ποιητής έθεσε τον προβληματισμό του. Ως εδώ. Μας έφτιαξε
τη σύνθετη εικόνα του επιχειρώντας να μιλήσει με όχημα το επιφανειακά παράλογο,
το σουρεαλιστικό, αλλά προσγειώνοντας τον λόγο του στα αληθινά πράγματα.
Κατανοεί ο αναγνώστης; Αν ακολούθησε, στίχο τον στίχο, τον ποιητή μέσα από τις
δίσημες λέξεις του, αν μπήκε στον κόπο μιας ποίησης που ξέρει να απογειώνεται
έχοντας πίσω της όμως σταθερό τοπίο, τότε έχει κατανοήσει. Όσο έπρεπε. Η ποίηση
του Αχιλλέα Κατσαρού υπερίπταται των χώρων για να δει καλύτερα. Ανιχνεύει τα
παλαιότερα ρεύματα για να προτείνει μια
σύνθετη σκέψη που δομείται πάνω στο λεκτικά παράλογο συχνά, αλλά που ανοίγει
παράθυρα στη ρεαλιστική εικόνα. Είναι όμως μια ποίηση που απαιτεί από τον
αναγνώστη της επίσης ένα ταξίδι, και πίσω στον χρόνο και μέσα σε πολλά γνωστικά
επίπεδα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει αυτό που βιώνει;
Αναρωτιέμαι πώς θα ακουγόταν αυτός ο ποιητικός λόγος μέσα σ’
εκείνο το παλαιό Cabaret Voltaire.
Πώς θα διαβαζόταν αυτή η μείξη των στοιχείων λογικού και άλογου στο περιοδικό
των δημιουργών του dada. Υποθέτω με την απαραίτητη διαχρονική διευκρίνιση από την πλευρά του ποιητή ότι οι
παλαιές επαναστάσεις διασώζονται όσο μεταφέρεται το πνεύμα τους στο σήμερα με
τις απαραίτητες μεταλλάξεις. Έτσι το ανατρεπτικό πνεύμα στην καλλιτεχνική
δημιουργία υπάρχει σε μια σύγχρονη εκδοχή της ποίησης. Γιατί αναμφίβολα ο
ποιητικός λόγος του Αχιλλέα Κατσαρού ανατρέπει τα ποιητικά πράγματα θυμίζοντας
πως ο στίχος αυτόν τον ρόλο επιτελεί. Ένα γερό ταρακούνημα των αισθήσεων πρώτα,
των σκέψεων κατόπιν.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
Και αν πώς πως διαλέγεται απόμακρα με την Αμοργό ,λίγο θα απείχε από το να είναι Νίσυρος.Νήσος αναβράζουσα μέσα στις λέξεις.Διαβάζω τη λυρική φλόγα που καταφλέγει τα χείλη των ηφαιστείων.Η φλεγόμενη βάτος του Κατσαρού έχει καταπράσινα τα φύλλα και μαβιές εξάρσεις ...Χαίρε Αλιλλεύ έυ.
ΑπάντησηΔιαγραφή