γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
από τις εκδόσεις Κίχλη
Μπορούμε να φανταστούμε ένα βιβλίο-δέντρο; Να απλώνει βαθιά τις ρίζες του σε αρχετυπικές μορφές της λογοτεχνίας, να δένει ψηλό κορμό με συστρεφόμενα τα κλαδιά του, έτσι ώστε να συμπλέκεται το ένα με το άλλο σε αγκαλιά σφιχτή, να φυτρώνουν πάνω τους πολύχρωμα φύλλα με αποτυπώσεις προσώπων αντί για νεύρα; Και όλο αυτό το γήινο σώμα να πάλλεται από την ηδονή εσωτερικών χυμών από τη ρίζα του ως την πιο ψηλή του κορυφή;
Αυτή την εικόνα δημιουργεί το πρόσφατο βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου, που μας παρουσιάζεται με τη μορφή 11 διηγημάτων. Δεν μας ξαφνιάζει, φυσικά, το γεγονός ότι αυτές οι έντεκα ιστορίες έχουν κάτι κοινό. Έτσι επιτάσσει η φόρμα μιας συλλογής διηγημάτων, να υπάρχει κάποια νοηματική (ρητή ή υπόρρητη) συνάφεια. Εδώ, ωστόσο, η σχέση είναι περισσότερο μια συγγένεια αίματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτούμε, αν δεν μας υπενθύμιζε το ανά χείρας βιβλίο πως μιλάμε με όρους λογοτεχνικούς. Έτσι, λοιπόν, η αληθοφάνεια των χαρακτήρων υποστηρίζεται με την εισχώρηση του πλασματικού, του επινοημένου, και με αυτόν τον τρόπο “το ψέμα σώζει το ψέμα”.
Συνομιλούν οι ιστορίες μεταξύ τους, όπως τα κλαδιά του δέντρου, με την επίγνωση της κοινής ρίζας. Η αρχετυπική μορφή της Λαίδης Τσάτερλι, της εμβληματικής περσόνας του Ντ. Χ. Λώρενς, είναι που συνδέει τα νήματα των ιστοριών μέσω της ζωής των γυναικών-απογόνων της. Το νήμα που οδηγεί έξω από τον Λαβύρινθο απλώνει το μήκος του ως το σήμερα. Χωρίς να λησμονούμε ότι στο βάθος της ύπαρξης είναι ο Μινώταυρος που καιροφυλακτεί να μας επιστρέψει πίσω.
«Τα όνειρα είναι μηνύματα από αυτό το τέρας που βρίσκεται στο βάθος, στο σκοτάδι, όχι σινιάλα από την Αριάδνη που μας περιμένει έξω, στο μέλλον, στο φως».
Μια συνομιλία της κάθε ιστορίας με όλες τις άλλες αλλά και με τα λογοτεχνικά πρότυπά τους, που άλλοτε είναι ο Κάφκα και ο Ουάιλντ, άλλοτε ο Καβάφης και η Γουλφ, ή ακόμη ο Σαίξπηρ, ο Πόε, ο Τζαίημς και ο άλλος αρχετυπικός Παπαδιαμάντης. Μια ολόκληρη αποθηκευμένη λογοτεχνική ανάγνωση, ένα σύμπαν ιδεών, ηρώων και λέξεων που αγγίζουν με το βάρος τους τις σημερινές ιστορίες και τους προσδίδουν άλλες διαστάσεις.
Οι ηρωίδες των ιστοριών αυτών επαληθεύουν την απόλυτη κυριαρχία της γυναίκας στον λογοτεχνικό κόσμο της συγγραφέως. Γύρω από τη ζωή τους υφαίνεται η πλοκή, με τις αρσενικές παρουσίες να συστρέφονται γύρω τους σε αδιάκοπη μαγνητισμένη κίνηση, περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Είναι οι “γυναίκες-γέφυρες”, πρόθυμες να διαμορφώσουν τις συνδέσεις με το παρελθόν και το μέλλον, να νοηματοδοτήσουν το παρόν, να χτιστούν οι ίδιες για να στεριώσουν τα γεφύρια, αν χρειαστεί. Να αποχωρήσουν από το σκηνικό, αν η φυγή τους οδηγεί σε λύσεις την προσωπική τους ζωή, καταργώντας έτσι οι ίδιες τις συνδέσεις που προσεκτικά έχτισαν.
Αυτός ο πολύμορφος θίασος αναζητά με διάφορους τρόπους το εσώτερο νόημα της ύπαρξης, και ανακαλύπτει εκεί στη ρίζα, στο “κουκούτσι”, τον σπόρο που ρίχτηκε και βλάστησε όλο το σώμα: τον έρωτα. Όχι με τη ρομαντική εκδοχή του αλλά με την πιο ρεαλιστική μορφή του, απογυμνωμένη εντελώς από οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εξωραΐσει στα μάτια των σεμνότυφων. Εντούτοις δεν διακρίνεται από ωμότητα και ζωώδη ένστικτα. Ο έρωτας εδώ, η σεξουαλική πράξη παρουσιάζεται με απόλυτη συνείδηση ότι είναι δρόμος προς την αυτογνωσία και τη λύτρωση. Αρκεί να εισχωρήσεις στα μυστήριά του απεκδυόμενος την “πανοπλία” σου. Διαφορετικά μένεις χαμένος στο αδιέξοδο του εσωτερικού σου αποκομμένου δρόμου.
«Σαν δυο Σίσυφοι καταδικασμένοι να κάνουν έρωτα, σκαρφαλωμένοι στην ανηφορική πλαγιά, χωρίς να μπορούν να αφήσουν για λίγο το φορτίο τους; Αυτή ήταν λοιπόν η ουσία της πανάρχαιης αυτής πράξης Απαιτούσε να μη βγάλεις ούτε στιγμή την πανοπλία σου μήπως και συντριβείς;»
Εμφανίζεται απενοχοποιημένος στα μάτια μας, ακόμη και στις πιο ακραίες εξάρσεις του, με τη σύμπραξη της τέχνης που περιβάλλει τον αρχέγονο ερωτισμό με τη δική της ακραία φυσική απογείωση. Τέχνη και έρωτας λειτουργούν καταλυτικά και διευκολύνουν κάθε φορά την πλοκή οδηγώντας προς την προσωπική διάσωση των ηρώων. Όσο κι αν ένας ήρωας τοποθετεί κάποια στιγμή αλλιώς τα πράγματα:
«…οι καλλιτέχνες κάθε είδους μού γεννούσαν πάντα μια μικρή επιφύλαξη. Πίστευα πως καταστρατηγούσαν την άμεση σχέση που μας δένει με τη ζωή και τα αισθήματα, αναγορεύοντας την τέχνη σε διερμηνέα».
Η πρώτη ιστορία, οδηγός των υπολοίπων, δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο. Έναν τίτλο που περιπαίζει λεκτικά αλλά και νοηματικά το περιεχόμενο. Χυδαίες οι ορχιδέες. Δηλαδή ετυμολογικά, με την πρωταρχική σημασία της λέξης “χύδην”, χύμα, ριγμένες, ασυγκρότητα καλλιεργημένες, σκόρπιες και άρα, με τη μετέπειτα σημασία χλευαστικά απαίδευτες και αμόρφωτες, αποδιοπομπαίες από τα υπόλοιπα σεμνά και συμμαζεμένα άνθη. Πώς κατέληξε το ασυγκρότητο να ταυτίζεται με το προσβλητικό και το ανίερο σεξουαλικά; Αναμενόμενο δεν ήταν σε μια κοινωνική δομή που υπαγορεύει τους κανόνες και τους ρυθμούς, ώστε όλα να λειτουργούν “εν τάξει” για να μη θέτουν σε κίνδυνο τα ασφαλή της δεδομένα; Ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγει από τον έλεγχο η απόλαυση του σώματος; Τώρα, όποιος έστω και λίγο γνωρίζει από κηπουρική, χαμογελά, γιατί ξέρει καλά πως οι ορχιδέες απαιτούν φροντίδα ιδιαίτερη, προσεκτική καλλιέργεια και υπομονή για να αποδώσουν την τελειότητά τους. Καθόλου “χύδην” λοιπόν και αυτές και ο έρωτας που υπαινίσσονται. Καθόλου χυδαίο και το περιεχόμενο των ιστοριών. Ίσα ίσα γεμάτες από σκηνές που υμνούν το σώμα και τις πιο γνήσιες επιθυμίες του. Παρά το“χυδαίον” του τίτλου οι ορχιδέες θάλλουν απτόητες.
Ένα βιβλίο για τον αναγνώστη που μέσα στα πολλά του διαβάσματα συχνά ψυχανεμίστηκε πως κάποια πρόσωπα διασώζονται από τον λογοτεχνικό μύθο και επικοινωνούν με τις δικές του προσωπικές καταβολές. Αλλά και γι’ αυτόν που βλέποντας τους ήρωες των διηγημάτων να δρασκελίζουν τα όρια της κάθε ιστορίας για να συναντηθούν κρυφά με τα λογοτεχνικά τους “γονίδια”, κατανοεί ότι κάποτε κι αυτοί επιθυμούν μια δεύτερη ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία σε νεότερα αναγνώσματα.
Τις ποικίλες ενδιαφέρουσες αυτές συνδέσεις τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης όσο προχωρεί στην ανάγνωση των ιστοριών. Φθάνοντας στην τελευταία όλα φωτίζονται και “δένουν”, με συνδετικό ιστό όχι πια τα πρόσωπα αλλά την παρουσία του απρόσκλητου επισκέπτη στη ζωή τους, που με το απόλυτο λευκό του (εδώ δεν χωρούν αποχρώσεις) αγγίζει σώματα και πράγματα υπογραμμίζοντας τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτού του παζλ που συνιστά το συγκεκριμένο βιβλίο. Είναι το χιόνι, φερμένο από μια ιστορία του διαχρονικά μαγικού Παπαδιαμάντη. Με τη λευκότητά του και την ανεπαίσθητη σχεδόν παρουσία των νιφάδων του περιβάλλει με την αθωότητά του πρόσωπα, λόγια, εικόνες, ορχιδέες και λοιπά άνθη.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)