Πολλά μπορούν να εμπνεύσουν τη μυθοπλασία∙ την ιστορική αλήθεια όμως ένα: είναι καίριο, ηθικό κι ουσιώδες και λέγεται δικαιοσύνη. Για μας τους Έλληνες διαπερνά τη φύση, ορίζει την Πολιτεία, γίνεται επανάσταση και δίκιο και φέρνει την Ελευθερία, μα σκοντάφτει στους ανθρώπους κι αφήνει μερικούς αδικημένους μ΄ ανοιχτό συμβόλαιο στο χρόνο, ψάχνουν και μετά θάνατον ακόμη να το κλείσουν.
Ο λόγος για τον μεγάλο αδικημένο των γραμμάτων μας, Νίκο Καζαντζάκη, τον Κρητικό συγγραφέα με τη διεθνή εμβέλεια. Η πρόταση το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, «Το Χαμένο Νόμπελ» των εκδόσεων Καστανιώτη, μια κατάθεση πνευματική και ηθική μαζί που θυμίζει κατά τον συγγραφέα του ότι, «του καιρού τα γυρίσματα αφορούν την απόδοση δικαιοσύνης ακόμη και για τη λογοτεχνία.», κάτι σαν «χρέος ανεξόφλητο», κατά την περίφημη έκφραση του Νικηφόρου Βρεττάκου που βαραίνει περισσότερο κείνους που μπορούν. Με άξονα το Νόμπελ και κίνητρο την αλήθεια, ο Κ. Αρκουδέας αφηγείται ερευνητικά τον αγώνα διεκδίκησης του Νόμπελ από τον Καζαντζάκη φωτίζοντας όλες τις πλευρές της σκοτεινής αυτής υπόθεσης και αποκαλύπτοντας τις άοκνες προσπάθειες της ελληνικής Πολιτείας, των Κυβερνήσεων και των Φορέων της που υπονόμευσαν την προσπάθειά του.
Αν και το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της Νεοελληνικής πεζογραφίας, πρόκειται για μελέτη που καταγράφει μια ιστορική αλήθεια σαν πεζογράφημα, ή αλλιώς είναι η πεζογραφική απόδοση μιας αληθινής ιστορίας που έχει να δώσει διαφορετικά πράγματα στον βιβλιόφιλο και φιλομαθή αναγνώστη αφενός, στον ειδικό επιστήμονα, τον φιλόλογο, τον ιστορικό, τον πολιτικό αναλυτή αφετέρου. Κοινό σημείο αναφοράς όμως όλων παραμένει η διαπίστωση ότι πρόκειται για ένα βιβλίο αποδεικτικού λόγου και κριτικού στοχασμού με τις ενότητές του∙ ένα γνήσιο απάνθισμα μικρών πραγματειών για την πολεμική, πολιτική, και λογοτεχνική ιστορία του τόπου.
Διαιρείται σε πέντε μέρη καθένα από τα οποία χωρίζεται με τη σειρά του σε (4) τέσσερις υποενότητες. Τα τρία από τα πέντε μέρη που εστιάζουν κατά κύριο λόγο στον Καζαντζάκη παρέχουν πλούσιο πληροφοριακό υλικό βιογραφικού, εργογραφικού και ακόμη αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα. Ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που δίνονται για τον βίο και την Πολιτεία του Καζαντζακικού Ζορμπά σε σχέση με την Πλατωνική Πολιτεία, καθώς και για τα πολύκροτα έργα: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Τελευταίος Πειρασμός». Ως προμετωπίδα καθενός από τα πέντε μέρη του «Χαμένου Νόμπελ», λαμβάνονται εύστοχα επιλεγμένα χωρία από τις ευχαριστήριες ομιλίες των βραβευμένων με Νόμπελ λογοτεχνών, όπως του Αλμπέρ Καμύ, του Γκίντερ Γκρας, του Γιώργου Σεφέρη που ελκύουν και προϊδεάζουν γι΄ αυτό που ακολουθεί. Ξεχωρίζουν από την άλλη οι τίτλοι των υποενοτήτων που αντλούνται από ποιητές, όπως ο στίχος του Σεφέρη: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» και η συγκλονιστική πρόταση από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη, οδός Αβύσσου, αριθμός 0: «Σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι». Ανάμεσα στους τίτλους και λέξεις όπως ροζονάρισμα που σημαίνει κουβεντολόι και διαποτίζουν το βιβλίο με άρωμα από την Κρήτη, τη γενέτειρα του Καζαντζάκη.
Σε όλο το βιβλίο η Ιστορία διαπλέκεται με τη Λογοτεχνία. Σε αρμονική ισορροπία, η ιστορική καταγραφή επενδύεται με τη λογοτεχνική παραγωγή, ενίοτε και την καλλιτεχνική, εθνικά και παγκόσμια. Με συνεκτικό παράγοντα το Νόμπελ και ατμόσφαιρα τον πολιτικό βίο μιας μακρότατης περιόδου με έμφαση στην εμφυλιακή μεταπολεμική εποχή και στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, το βιβλίο του Κ. Αρκουδέα κρατά τον αναγνώστη με τη δύναμη των θεματικών εναλλαγών του και το βάθος της αλήθειας του.
Την εγκυρότητα των γραφομένων πιστοποιούν έγγραφα – ντοκουμέντα, πολύπτυχη αρθρογραφία, επιστολές, μαρτυρίες, εκθέσεις – μνημόνια επιτροπών, τεκμήρια όλα επιστημονικού ήθους του συγγραφέα, Κώστα Αρκουδέα. Κορυφαίο δείγμα η έκθεση του Αμερικανού Πολ Πόρτερ το 1947 για την Αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα συγκλονιστική για τη δύναμη της αναλογίας του περιεχομένου της με το σήμερα.
Σε κάθε λόγο συγκαταβατικό ή κατηγορητήριο που εκθέτει το βιβλίο, υπάρχει ο αντίλογος για τον περιορισμό απολυτότητας και μονομέρειας, ενώ σε κάποια σημεία οι πληροφορίες που προστίθενται εγχρονισμένα δίνουν μια ενδιαφέρουσα προέκταση της ιστορικής αλήθειας, πχ η πληροφορία για την επανάληψη της Δίκης των έξι για τους πρωταίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής, καθώς και της Δίκης του Σωκράτη το 2012 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Θα προσθέσω ακόμα ότι στην αφηγηματική σύνθεση του βιβλίου είναι άξιες αναφοράς οι ρητορικές ερωτήσεις που ευνοούν τη δημιουργική ανάγνωση με ερωτήματα του τύπου: «Ήταν δικαιότερο να πάρει το βραβείο ο Σικελιανός ή να το χάσει ο Έσσε;»
Ενδιαφέρουσα σε κάθε περίπτωση η κριτική στάση του βιβλίου απέναντι στις άξιες και ανάξιες λόγου βραβεύσεις του Νόμπελ όπου ειδικά στη δεύτερη περίπτωση αναδεικνύεται καταπέλτης άδικων επιλογών ενός κοντόφθαλμου θεσμού πολιτικά ευάλωτου και ψυχοκοινωνικά επιρρεπή.
Βάρβαρη και επιπόλαιη θα χαρακτηρίσει ο Σουηδός ελληνιστής Μπέργκε Κνες, τη χώρα του με γελοία, κομψευόμενη και αλαζονική ατμόσφαιρα, αφού επέλεξε να βραβεύσει έναν ανώδυνο συγγραφέα, τον καθολικό Φρανσουά Μοριάκ αντί του Καζαντζάκη το 1952. Την ίδια κοντόφθαλμη κι ανάξια λόγου κρίση που επέδειξε η Σουηδική Ακαδημία απορρίπτοντας από τα βραβεία της τους τέσσερις (4) κορυφαίους συγγραφείς που επηρέασαν την εξέλιξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Μαρσελ Προυστ, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Ναμπόκοφ, τον Λουίς Μπόρχες.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας διατρέξουμε αδρομερώς το βιβλίο.
Όταν οι Έλληνες έχοντας αποφασίσει να αναβιώσουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες διοργάνωναν τους προκαταρκτικούς του πρώτου Μαραθωνίου το 1895, πιθανόν να μην γνώριζαν ότι τον ίδιο χρόνο αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα στο βόρειο άξονα της ίδιας γηραιάς ηπείρου ένας άλλος διαγωνιστικός θεσμός, στο πνεύμα αυτή τη φορά θα έβαζε τα θεμέλιά του ιδρύοντας βάσει της διαθήκης του Σουηδού εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ τα ομώνυμα βραβεία. Η χρονική όμως συγκυρία που διάλεξε να συναντήσει την ίδια χρονιά τους δύο αυτούς κορυφαίους διαγωνιστικούς θεσμούς στο σώμα και στο πνεύμα και η Ιστορία που τους αποθήκευσε μαζί με τα πρόσωπα στη μνήμη των λαών έχουν ένα πράγμα να μας πουν: Ο αγώνας και οι διαγωνισμοί είναι στοιχείο του κοινωνικού ανθρώπου που πιστεύει, θέλει και διεκδικεί.
Στη χώρα μας τώρα: οι μνηστήρες του βραβείου πολλοί, οι αντιπαλότητες περισσότερες και τα μέσα υποψηφιότητας ποικίλα, όπως μας πληροφορεί το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, από την απόλυτα δημοσιοσχετίστικη υποψηφιότητα του Σουρή, μέχρι την προσεταιριστική του Στρατή Μυριβίλη και τη διχαστική των Ελύτη – Ρίτσου κατά την αμοιβαία εκ μέρους τους απόρριψη της από κοινού βράβευσής τους, έπειτα από πρόταση της Σουηδικής Ακαδημίας. Μια απόρριψη επιλήψιμα εγωιστική, κατά τη θέση του βιβλίου, συμβατή ωστόσο, θα συμπλήρωνα, αν μου επιτρέπεται, με τις πολιτικές, αισθητικές και ιδιοσυγκρασιακές ακόμη διαφορές των δύο ποιητών.
Από μια μακρά διαγωνιστική πορεία οι νικητές μονάχα δύο και οι δύο ποιητές στη χώρα μας, ο Γιώργος Σεφέρης το 1963, ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979. Στο πρόσωπό τους τιμήθηκε η ευαισθησία ενός ολόκληρου λαού και η υφή μιας χώρας φτιαγμένης για πολιτισμό.
Η Σουηδική Ακαδημία με τον ηθικολόγο Γενικό Γραμματέα της, Άντερς Έστερλουντ βράβευσε το 1963 στο πρόσωπο του Γιώργου Σεφέρη το ποιητικό ανάστημα μιας ελληνόπνευστης γραφής που αποτύπωνε το ιδανικό του κλασικισμού. Παράλληλα επιβράβευσε μια καλλιτεχνικά εύρωστη ελληνική γενιά από τον Μίκη Θεοδωράκη, μέχρι τον Τσαρούχη, τον Κουν και τη Μαρία Κάλλας κάνοντας ακόμη πιο ηχηρή την απουσία της ελληνικής Πολιτείας που στέρησε την επίσημη Υποδοχή του βραβευμένου ποιητή στο αεροδρόμιο. Την ίδια στιγμή η μόνη ανησυχία του ίδιου ήταν αυτή που ψιθύρισε στη γυναίκα του, Μαρώ, καθώς πατούσε το ελληνικό έδαφος: «Μη με αφήσεις να το πάρω πάνω μου», ένιωσε την ανάγκη να της πει.
Αυτό είναι το σεμνό μεγαλείο που διαπερνά κα συνέχει το κράμα αντιφάσεων του επάξια τιμημένου Μικρασιάτη ποιητή, βιωματικού με συμβολική διάσταση σε διηνεκή διάλογο με το ασυνείδητο. Μυστικοπαθής και γριφώδης ισορροπεί ανάμεσα στην παράδοση και στο μοντερνισμό με το κρυφό εκείνο νήμα που ήξερε να συνδέει το χθες με το σήμερα, τη διπλωματία με την ποίηση των ελεύθερων συνειρμών, την διαίσθηση με την αντιστασιακή πνευματική δράση, ένας στεριανός μα κι ηδονικός εραστής της θάλασσας.
Με τη ζεστή προσέγγιση εκ μέρους του Σεφέρη, το ιδεολογικό περιβάλλον των Σαραντάρη, Εμπειρίκου, Κατσίμπαλη και το Φιλολογικό Καφενείο «Ηραίον» που άνοιξε το δρόμο για το μεταπολεμικό Παρίσι κοντά στον Μπρετόν, Ελυάρ και Πικάσο μια νέα ποιητική πορεία που μύριζε Αιγαίο κι Αξιοσύνη είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται, αυτή του επόμενου Έλληνα Νομπελίστα ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη. Ένας ποιητής που κατά την κρίση της Σουηδικής Ακαδημίας ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα.
Στη λογοτεχνική κονίστρα για το ίδιο έπαθλο νωρίτερα βρέθηκε και ο Καζαντζάκης, μια εμβληματική φυσιογνωμία ηδονικού μυστικισμού και ηρωικού μηδενισμού, ένας αιώνιος εραστής των ιδεών σε συνεχή πορεία κι όχι αλλαγή η πάλη του μαζί τους. Ένα γνήσιο χωνευτήρι τάσεων, ρευμάτων και υπερβατικών αναζητήσεων με σταθερό πάντα προσανατολισμό το ιδανικό της ελευθερίας ζυμωμένης μέσα του με την Κρητική ψυχή και τους αγώνες κατά των Οθωμανών στο Χάνδακα. Κι ας κατηγορήθηκε εκτός όλων των άλλων και λογοκλόπος, αυτός δεν ήταν παρά ένας ασκητής του πνεύματος, γραφιάς χωρίς δράση πολυσυλλεκτικός, όπως χαρακτηρίζεται εύστοχα στο βιβλίο, αφού απ΄ όπου περνούσε ιδεολογικά, κάτι έπαιρνε. Στη συνέχεια το αφομοίωνε γόνιμα χωρίς να ακυρώνει το προηγούμενο και δημιουργούσε εν τέλει φαινομενικές, μα και παρεξηγήσιμες αντιφάσεις.
Η περίπτωση του Καζαντζάκη είναι καθώς φαίνεται ξεχωριστή, ηθογραφικά αποκαλυπτική ενός συστήματος θεσμικών αγκυλώσεων, τυφλά παραταξιακών εχθροτήτων, εμφυλιακών διαταραχών, θλιβερής ημιμάθειας και εμπαθειών. Ο αναλογικός συσχετισμός με τον Σωκράτη που επιχειρείται στο βιβλίο καίριος και ακριβής. Ούτε άπιστος, ούτε κομμουνιστής ήταν ο Καζαντζάκης, όπως δεν ήταν άθεος ο Σωκράτης, ούτε διαφθορείς συνειδήσεων και οι δύο. Είναι σίγουρο ότι εκείνο που ενοχλούσε και στις δύο περιπτώσεις ήταν η αναθεώρηση των παγιωμένων και η δύναμη της σκέψης που οι δύο ελεύθεροι στοχαστές προήγαγαν. Την αλήθεια των παραπάνω μας βοηθά πολύ καλά να εκτιμήσουμε το βιβλίο του Κ. Αρκουδέα παρουσιάζοντας την περίπτωση του Σωκράτη αφενός και τους κατηγόρους του Καζαντζάκη αφετέρου μαζί με το πολιτικό κλίμα της Αθήνας που στάθηκε εχθρικό στην υποψηφιότητα του τελευταίου.
Τεκμήριο αντικειμενικής γραφής και επιστημονικής υφής του βιβλίου: «Το χαμένο Νόμπελ» αποτελεί εκ μέρους του συγγραφέα του, η σκιαγράφηση του Σπύρου Μελά από τη μια, βασικού κατηγόρου του Καζαντζάκη και μία εναλλακτική προσωπογράφηση του τελευταίου από την άλλη φέρνοντας στο φως άλλες πιο αδύναμες και λιγότερο γνωστές πτυχές του Κρητικού συγγραφέα. Ατομιστής, γεμάτος φόβο και ελπίδα στην πένα του Κ. Αρκουδέα ο Καζαντζάκης, αντιμέτωπος με το ίδιο το επιτύμβιο επίγραμμά του και με εκείνον τον ιδιότυπο μισογυνισμό του ερημίτη που τον κρατούσε αρνητή των σαρκικών απολαύσεων για να μπορεί να αφοσιώνεται στο έργο του, ενώ την ίδια στιγμή τον έδενε μοναδικά και διαμετρικά αντίθετα με τις δύο γυναίκες της ζωής του, τη Γαλάτεια και την Ελένη.
Οι αδυναμίες πάντως αυτές μοιάζουν να ωχριούν μπροστά στον αμοραλισμό και την ελαφρότητα του ανθρώπου που ναρκοθετούσε ακοιμήτως το δρόμο για την κατάκτηση του Νόμπελ από τον Καζαντζάκη . Ο Σπύρος Μελάς ήταν δημοσιογράφος, θεατράνθρωπος με ψευδαίσθηση λογοτεχνικού ταλέντου μας πληροφορεί το «Χαμένο Νόμπελ». Η χαμελαιόντεια πολιτική στάση του και η χαμέρπεια του κορυφώθηκαν στο κατοχικό ολίσθημα της φιλογερμανικής στάσης του για το οποίο τιμωρήθηκε με προσωρινή μόνο διαγραφή από την Ακαδημία Αθηνών για να εκλεγεί πρόεδρός της το 1959 και να λάβει το χρυσό μετάλλιο της Πόλης, το 1962. Αυτόν τον άνθρωπο είχε απέναντί του ο Καζαντζάκης από το 1947 που έθεσε από κοινού υποψηφιότητα με τον Σικελιανό και για μια δεκαετία ακόμη που προσπαθούσε μόνος του.
Με τον τρίτο παγκόσμιο πολιτισμικό πόλεμο να έχει ήδη αρχίσει συσπειρώνοντας από την μία την πνευματική δύναμη της Δύσης έναντι της Κόκκινης Απειλής και από την άλλη αφήνοντας την Ελλάδα να σπαράσσεται στον Εμφύλιο διαιρώντας ακόμη και τους συγγραφείς της σε αριστερούς και δεξιούς, η προσπάθεια του Καζαντζάκη για το Νόμπελ μοιάζει τραγελαφικά ουτοπική. Η ματαίωση ωστόσο της απονομής ήταν σαφώς ελληνικός άθλος, εκτιμά ο Πάτροκλος Σταύρου με ευτελές εργαλείο αυτής της ασχημοσύνης τον Σπύρο Μελά σε συνεργασία με τον έλληνα πρέσβη στη Στοκχόλμη, Πίνδαρο Ανδρουλή την ίδια στιγμή που ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος αποκαλούσε τον Καζαντζάκη «κόκκινο φίδι» και είχε δώσει εντολή να μην αναφέρεται πουθενά το όνομά του.
Είναι οι άνθρωποι για τους οποίους λες, ναι, υπάρχει πράγματι κάτι σάπιο στην Ελλάδα και είναι αληθινά τα λόγια του Ροΐδη: «Κάθε τόπος έχει την πληγή του… η Ελλάδα, τους Έλληνες».
Αν το βιβλίο τούτο του Κώστα Αρκουδέα είναι κομμάτι φτιαγμένο θα ’λεγε κανείς από τα λόγια του Νομπελίστα Γκίντερ Γκρας (1999) ότι η αλήθεια υφίσταται μόνο στον πληθυντικό, τότε ας σταθεί καθένας μας απέναντι στις σελίδες του και στον Καζαντζάκη που κατά κύριο λόγο τις διαπερνά με τα λόγια ενός άλλου βραβευμένου, του Αντρέ Ζιντ.
«Πιστέψτε», λέει, «εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβητήστε εκείνους που τη βρήκαν»
Αν μια τέτοια προτροπή είναι στέγη και άλλοθι μαζί για τους αιρετικούς του πνεύματος το πρώτο και τους υπερασπιστές τους το δεύτερο, δεν απομένει σε εμάς παρά να την χειριστούμε εργαλείο αναστοχασμού εκείνων που διάλεξαν ανάποδα να πάρουν το ποτάμι. Ίσως αυτός να είναι ο μόνος τρόπος να συναντήσουμε εποικοδομητικά και τον Καζαντζάκη.
Όσο τώρα για τα βραβεία κάθε είδους και της λογοτεχνίας ειδικότερα, οι δυνατές παρουσίες στο χώρο και στο χρόνο με ή χωρίς τις διακρίσεις, προχωρούν. Τα βραβεία όμως χρειάζονται πάντοτε τον Άνθρωπο για να υπάρχουν, και να τιμούν την αξία του, διαγράφουν ήθος και παιδαγωγούν, τον βραβευθέντα από τη μία, την κοινωνία από την άλλη.
Για τον Καζαντζάκη τέλος, αν υπήρχε δικαστήριο τιμής κατά τα λεγόμενά του ο ίδιος, θα έκανε έφεση για το δίκιο που του αναλογεί. Όμως για κείνον, για μας και την ιστορία καταθέτει σήμερα σ’ ένα άλλο δικαστήριο, αυτό της συνείδησης, με αδέκαστο κριτή το Χρόνο, ο Κώστας Αρκουδέας.
Η αναγνωστική εμπειρία της γραπτής κατάθεσής του πολύτιμη. Ο προβληματισμός ωστόσο που ανακύπτει απ’ αυτήν ακόμη πολυτιμότερος. Ήταν τελικά μονάχα το Νόμπελ χαμένο στην Οδύσσεια διαδρομή του Καζαντζάκη προς αυτό ή μήπως ολάκερος ο προσανατολισμός μιας κοινωνίας και της Πολιτείας της, του τόπου μας, δυστυχώς που κυκλοθυμεί και ταλανίζεται κι όλο το ίδιο μένει;
Δεν είναι μόνο αίτημα πολιτικής ανασυγκρότησης, σκέφτομαι, κλείνοντας το βιβλίο, ό, τι από πάντα και σήμερα μας αφορά. Είναι πρωτίστως θέμα αξιακό και θεμελιωδώς αφορά στον Άνθρωπο και στην Παιδεία.
Άνθρωπος, ήταν η απάντηση του Οιδίποδα, που χάλασε το τέρας της Σφίγγας. Ας κρατήσουμε τη συμβουλή του Σεφέρη: Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε με την ίδια απάντηση.