γράφει η Διώνη Δημητριάδου*
ο ποιητής σαν άγγελος
Εξάλλου, τι μπορεί να κάνει
κάποιος
μονάχος σ’ έναν κόσμο που
πεθαίνει;
Αν είναι το ποιητικό υποκείμενο που δηλώνει την τραγική του
απομόνωση, τότε οι στίχοι αυτοί του
Γιώργου Δελιόπουλου συνοψίζουν με τον λιτό και εύγλωττο τρόπο τους τον ποιητικό
του κόσμο. Και το ερώτημα, που θέτει με τους στίχους του, έχει απαντηθεί ποιητικά πάλι, γιατί είναι η μοίρα
των ποιητών να επωμίζονται τις δύσκολες απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήματα:
Ο Γιώργος Δελιόπουλος,
θα σχηματίσει ποιητικά τη μορφή αυτού του Άγγελου / Ποιητή, και θα δημιουργήσει
τρεις ποιητικούς τόπους για να χωρέσουν την περιπλάνησή του: Αγορά, Λόγος, Καθρέφτης. Θα
αμφισβητήσει για λίγο τη θνητή υπόστασή
του, προκειμένου -σαν μια ζωντανή πτητική μηχανή- να πάρει το ύψος που
απαιτείται για να εποπτεύσει όλα τα ανθρώπινα. Αλλά θα περιβληθεί και πάλι τη
γήινη σάρκα για να προσεγγίσει και να νιώσει την ανθρώπινη οδύνη. Μέσα σε έναν
κόσμο άξενο, που αποδιώχνει τον ποιητή ως περιττό και επονείδιστο άχθος, αυτός
πρέπει να έρθει σαν άγγελος, να δει, να νιώσει, να αγγίξει λίγη ανθρώπινη
παρουσία. Στην Αγορά, όπου θα
παρατηρήσει τις συμπεριφορές, θα συγχρονίσει τα φτερά του με τα αβέβαια βήματα
αυτών που τίποτα πια δεν περιμένουν, θα αναζητήσει κάποιον που χωρίς σκιά στο βλέμμα του, χωρίς κερί στ’ αυτιά, χωρίς κουβέντες έτοιμες, να μπορεί να
αρθρώνει τον δικό του λόγο, να μιλάει την αλήθεια.
Μαλώναμε Δημήτρη για τα ρούχα των
ληστών. Ρίχναμε ζάρια,
παίζαμε χαρτιά, ποιος θα κερδίσει
την αόρατη γραβάτα, το
ακριβό πουκάμισο, ποιος το
φθαρμένο παντελόνι και τα χάρτινα
παπούτσια. Ώρες κάτω από ξύλινους
σταυρούς, σε άγονα
υψώματα, πάνω από τα κεφάλια μας
τη γλίτωναν ληστές και
κάρφωναν θεούς. Γύρω μας έκτιζαν
από σταυρούς ανάκτορα,
γκρέμιζαν είδωλα και μάθαιναν
καινούργιες προσευχές. Όμως
εσύ κι εγώ ακίνητοι εκεί, μαλώνοντας
για λίγα ξένα ρούχα,
ήμασταν δυο απλοί φρουροί, τίποτα
τελικά δεν ήταν σίγουρα
δικό μας, ούτε καν η απόφαση να
ζήσουμε ποντάροντας στον
θάνατο των άλλων.
Όμως έτσι που με άγγελο ομοιώθηκε, πρέπει και Λόγο να αρθρώσει. Μα, ποιητής όπως
είναι, ο μόνος τρόπος είναι να δώσει ήχο
στο ποιητικό του όραμα. Ποιος είναι ο ρόλος αυτού του ευαίσθητου δέκτη
συλλογικών ελπίδων; Πόσο μπορεί να επηρεάσει με τον λόγο του μια δρομολογημένη
κατάσταση πραγμάτων αυτός που
[…]Τώρα παλεύω με
ανάπηρες προτάσεις
λίγο πριν πάρουν σύνταξη
λέξη τη λέξη για να χτίσω ένα
ποίημα.
Αλλά τα ποιήματα δε φτιάχνονται
με λέξεις
ζυμώνονται στο αίμα της ψυχής
όμως ποιο αίμα και για ποια ψυχή
να λέμε τώρα.
Μέσα σ’ αυτό το αφιλόξενο τοπίο της διαρκούς διάψευσης, ίσως δεν έχει
άλλο πέρασμα να το διαβεί παρά ξανά και ξανά μέσα από τον λόγο του, με όση
δύναμη ακόμα κρύβει. Νόμιζε ότι έχει φτερά ικανά να τον τοποθετούν πάντα σε
θέση εποπτείας. Αντιλαμβάνεται όμως ότι τα άυλα αυτά πτητικά μηχανήματα ήταν
επινοήσεις δικές του. Θα πρέπει τώρα να σταθεί μπροστά στον Καθρέφτη και να αντιμετωπίσει την αλήθεια του προσώπου του.
[…]Πιστέψτε! πιστέψτε
πως το σώμα είναι η μόνη μου
Αλήθεια!
θα πει, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τη σκέψη μιας άλλης ποιητικής φωνής:
Το σώμα ήταν η Νίκη και / η Ήττα
των ονείρων (Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό),
γιατί πάλι η ποίηση θα δώσει αρωγή και θα ετοιμάσει τη σωστική λέμβο.
Πώς αλλιώς;
Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου, χαμηλόφωνη, με απόλυτη αίσθηση του
ρυθμού και στα απολύτως ποιητικά αλλά και σ’ αυτά που πατούν σε πεζό έδαφος
προκειμένου να απογειωθούν επίσης ποιητικά, μιλάει απ’ ευθείας στον αποδέκτη /
αναγνώστη. Ίσως με τον τρόπο που μόνο οι καλοί ποιητές γνωρίζουν, με ευθύτητα,
ειλικρίνεια, χωρίς να κρύβεται η απούσα θέση / άποψή τους στα πράγματα που μας
κυκλώνουν πίσω από εντυπωσιασμούς και λυρικά περιττά στολίδια. Ανήκει σ’ αυτή
τη μερίδα των εργατών του λόγου που έχουν επίγνωση της βαρύτητας της σκέψης
τους, και γι’ αυτό δεν χαραμίζουν τους στίχους τους σε ανέξοδες στιχουργικές.
Μιλάει όταν αληθινά έχει κάτι να πει, δένοντας με υπόρρητη επικοινωνία τα
ποιήματα της συλλογής μεταξύ τους, έτσι ώστε να συναποτελούν μια πρόταση / θέση
του ποιητή ευδιάκριτη στον προσεκτικό αναγνώστη. Και αυτό θα πρέπει να θεωρείται σπουδαίο στα
λογοτεχνικά δρώμενα.
Η έκδοση από την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, ιδιαίτερα
προσεγμένη, με εμφανή αγάπη για τα βιβλία και τις εκδόσεις. Στο εξώφυλλο
διακριτικά το ανάγλυφο έμβλημα της Βιβλιοθήκης. Τρία σχέδια συνοδεύουν
αντίστοιχα τα τρία μέρη, στα οποία διαιρείται η ποιητική συλλογή, φιλοτεχνημένα
από την εικαστικό Γλύκα Διονυσοπούλου, στην οποία ανήκει και ο πίνακας στην
προμετωπίδα του βιβλίου. Στο σύνολό της μια αξιοπρόσεκτη ποιητική / εικαστική
πρόταση.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»