Ο τελευταίος λυρικός ποιητής της επτανησιακής σχολής αγαπούσε τη συντροφιά των γυναικών, μονομαχούσε με τους ανταγωνιστές του και λάτρευε τη μπύρα. Ωστόσο, είχε φοβία με τις εξετάσεις αν και ήταν ιδιαίτερα ευφυής και μελετηρός.
Ο ελληνοισπανός αριστοκράτης ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ήταν ανιψιός του κυβερνήτη Καποδίστρια, και του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη, φίλος του λογοτέχνη και μεταφραστή Κωνσταντίνου Θεοτοκά με τον οποίο μετέφρασαν μέρος του ινδικού έπους Μαχαμπχαράτα. Ήταν επίσης μέλος της κερκυραϊκής σχολής με κορυφαία προσωπικότητα τον Ιάκωβο Πολυλά, μαθητή και εκδότη του Διονυσίου Σολωμού, τον ποιητή Γεράσιμο Μαρκορά, τον μεταφραστή των ιταλικών ποιημάτων του Σολωμού Γεώργιο Καλοσγούρο, τον σατιρικό συγγραφέα Μελισσηνό και τον Νίκο Κογεβίνα, επιστήθιο φίλο του.
Ο ποιητής υπήρξε αυτό που ονομάζουμε σήμερα αιώνιος φοιτητής καθώς παράτεινε τις σπουδές του στη Γερμανία επί 12 χρόνια. Πήρε τελικά το διδακτορικό του το 1890 με θέμα δύο χειρόγραφα του βυζαντινού χρονογράφου Ιωάννη Σκυλίτζη.
Μιλούσε πέντε γλώσσες. Η γλώσσα που μιλούσε με τη μητέρα του ήταν η αγγλική καθώς είχε υπηκοότητα της Ιονίου πολιτείας που τότε ήταν προτεκτοράτο της Αγγλίας. Το 1910-11 εξελέγη βουλευτής με τον Βενιζέλο. Συμμετείχε εθελοντικά στις απελευθερωτικές προσπάθειες του έθνους. Συγκεκριμένα στην επανάσταση της Κρήτης το 1896, το 1897 στον ελληνοτουρκικό πόλεμο στην Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε, και το 1912 πάλι στην Ήπειρο. Βρήκε ηρωικό θάνατο στη μάχη του Δρίσκου το 1912.
Ο Μαβίλης δεν ασχολήθηκε με τη συγγραφή ή τη διδασκαλία. Η ζωή του ήταν «άπραγη» όπως ο ίδιος τη χαρακτήριζε, εκτός από διαβάσματα, μεταφράσεις και σκάκι, του οποίου ήταν άριστος παίκτης. Είναι άξιο απορίας για τους μελετητές του Μαβίλη πώς μπορούσε να αναφέρεται και να γράφει για την «πίκρα της ζωής». Ίσως θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στον Φρόυντ και τον ενορμητικό χαρακτήρα της τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αισθήματος της πίκρας είναι το ποίημα Λήθη
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο* ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος* το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι*,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι*,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί* να λησμονήσουν.
Ο ποιητής υπεράσπισε τη δημοτική γλώσσα, γνωστή είναι η περίφημη ομιλία του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα. Πολέμησε φορώντας τον κόκκινο χιτώνα των Γκαριμπάλντι, στη μάχη του Δρίσκου στην Ήπειρο, και βρήκε όμοιο θάνατο με τον ομηρικό Πάνδαρο, όπως γράφει ο καθηγητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο άρθρο του στο Βήμα13/10/2002 (Ιλιάδα Ε 290 κκ) «όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Όμοια την ώρα της μάχης μια σφαίρα διαπερνά τα μάγουλα του σονετογράφου Λορέντζου Μαβίλη και του σπάει τα δόντια. Ένα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση».
Ο τελευταίος ιππότης επαναστάτης, που λέγεται πως διατηρούσε ρομαντική σχέση με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Μπορούμε να εικάσουμε ότι γνώριζε τον Κάλβο, καρμπονάρο, και τον λόρδο Μπάυρον με τους οποίους του συνδέουν τα ίδια ιδανικά. Η πατρίδα και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είναι στενά συνδεδεμένα και άνθησαν κάτω από το ρεύμα του ρομαντισμού που είχε και επαναστατικές προεκτάσεις. Οι τελευταίες αναφορές αξίζουν περαιτέρω διερεύνηση και ίσως έτσι φτάσουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ποίηση στα Επτάνησα.
Νότα Χρυσίνα