γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου*
Κλείνω συγκινημένη το καλαίσθητο και φροντισμένο βιβλίο των εκδόσεων Μελάνι με τίτλο «Η Λάσπη» και σκέφτομαι ότι ο συγγραφέας του, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, για τον οποίο διαβάζω λίγα λόγια στο εσώφυλλο όταν το έγραψε ήταν μόλις 26 χρόνων, μοναχά 26,26 χρόνων,αιφνιδιάζομαι ευχάριστα,τόσο νέος και ήδη ξεχωριστός. Ενθουσιάζομαι και απ΄αυτό.
Ο Γκέζος είχε κάνει αίσθηση με την καλημέρα που είπε ή μάλλον έγραψε, με μια ποιητική συλλογή για την οποία ειπώθηκαν από τους σωστούς ανθρώπους στις σωστές στιγμές, στις σωστές φάσεις και στους σωστούς τόπους τα καλύτερα -τα άφτιαχτα εκείνα,τα αληθινά και τα από καρδιάς ειπωμένα- και να που τώρα έφτιαξε, έπλασε κυριολεκτικά σαν εικαστικός και όχι γραφιάς αυτήν την υπέροχη, παραληρηματική νουβέλα, με τις λίγες σχετικά σελίδες που δεν μπαίνουν, δεν χωράνε,δραπετεύουν εύκολα και αμέσως από το ανατομικό φιλολογικό τραπέζι γιατί είναι κάτι άλλο, πολύ περισσότερο από ένα ακόμη ελπιδοφόρο κείμενο, είναι από αυτά τα λιγοστά,τα ανέλπιστα, είναι κόσμοι ολόκληροι λέξεων που ενώνονται και σε βρίσκουν απροετοίμαστο, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις αμέσως ότι έγιναν λογοτεχνία αυτής της κλάσης από έναν νεαρό άνθρωπο-γιατί ποιες είναι,λες, οι εμπειρίες του πια, πού τα ξέρει όλα αυτά,πότε τα έζησε. Μα φυσικά πολλά θα τα έζησε,ναι, το καταλαβαίνεις αυτό, άλλα θα του τα αφηγήθηκαν και προφανώς ήταν η ψυχή του ανοιχτή και κατάλαβε τον πόνο των ανθρώπων και κουβάλησε με σεβασμό τα φορτία τους μα και πάλι,πως στο καλό,τι τον πυροδότησε πέρα από το ολοφάνερο ταλέντο να τα καταγράψει με τόση αγάπη, πίκρα, θυμό, οργή, αμεσότητα και να τα μοιραστεί με σεμνότητα, νομίζω, μαζί και τέλεια γνώση της γλώσσας και του ιερού της μυστηρίου;
Λάτρεψα την νουβέλα του Γκέζου και δεν με ενδιέφεραν οι τεχνικές -αν έχει, μπορεί να έχει,εγώ αυτήν την φορά δεν ασχολήθηκα- μικροατέλειές της. Μιλούσα με γνωστό μου, άνθρωπο με κοφτερό μάτι, αυστηρό κριτή και πολύ φειδωλό στους επαίνους του ειδικά για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και μου έλεγε ότι στο δεύτερο μέρος της "Λάσπης" ο συγγραφέας σαν να πλατιάζει κάπως βάζοντας τον ήρωά του να εστιάζει υπέρ του δέοντος στην συνάντηση με την πρώην κοπέλα του. Έτσι του φάνηκε και επιπλέον, μού είπε, δεν έβγαινε σαφής άκρη τι έγινε με τον πατέρα τού ήρωα, έγινε ή δεν έγινε το τρομερό που αφήνει ο Γκέζος να εννοηθεί και κάμποσα ακόμα και κοντολογίς αναρωτιόταν για ψιλολολόγια ο φίλος μου λέγοντας όμως όλη την ώρα είναι αναμφίβολα μεγάλο ταλέντο.
Κι αν αναρωτιέστε τι έκανα εγώ, θα σας πω:υπονόμευα αθελά μου, δίχως να το΄χω σκοπό την συζήτηση με σφήνες τύπου ποιος νοιάστηκε για την τεχνική αρτιότητα όταν επείγει να διαβάζουμε με ανοιχτό μυαλό τα ουσιαστικά κι ανθρώπινα ενός κειμένου και να παίρνουμε από τα πολύτιμα εντός του και τι θες κι εσύ πια όταν η «Λάσπη»ανήκει σίγουρα στην κατηγορία αυτή, τι καθόμαστε τώρα και ψάχνουμε σαν γεροντοκόρες να γκρινιάξουμε; Ας διαβάζουμε και με τα μάτια της ψυχής μας καμιά φορά!
Κλέβω -γιατί βαριέμαι αφόρητα να σκαρώσω μια - την περίληψη από την βάση της βιβλιονέτ, που τα λέει όλα όσα χρειάζεται και μαζί δεν λέει τίποτα, δεν μπορεί να πει γιατί μόνον αν διαβάσει κανείς την νουβέλα του Γκέζου θα καταλάβει, θα νιώσει:
Ο 28χρονος Αλέξανδρος, ή Σάντο, επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από έναν χρόνο στο εξωτερικό αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Καθώς προσπαθεί να υλοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του σχεδίου του, περιπλανάται στους δρόμους της πόλης παρα-παίοντας αδιάκοπα ανάμεσα στο παρελθόν και το αποπνικτικό παρόν, αναμετράται με τις προσωπικές του αδυναμίες και το σκληρό ανθρωπογενές περιβάλλον, παλεύοντας με τους ασθματικούς του μονόλογους να ορίσει τη θέση του στον κόσμο.
Καθώς δε παραμένω,και με βολεύει αυτό,στην φάση του with a little help from my friends, παίρνω κι από το εργαστήρι του συγγραφέα στο περιοδικό Fractal το κομμάτι στο οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας μιλά, προσέξτε πώς και τι λέει,για το βιβλίο του/μας (η χρήση τής ξεχασμένης, καθέτου φυσικά από εκείνον ξεσηκωμένη ):
Ο Άμος Οζ λέει κάπου στην Ιστορία Αγάπης και Σκότους ότι για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα 80.000 λέξεων πρέπει σταδιακά να πάρεις 1.000.000 αποφάσεις. Η Λάσπη αποτελείται από περίπου 50.000 λέξεις, όμως οι αποφάσεις που χρειάστηκε να ληφθούν κατά τη συγγραφή της δεν ήταν και πολύ λιγότερες. Στην αρχή τα βασικά: ο σκελετός, η οπτική, τα πρόσωπα.Τα σημαντικότερα όμως στη συνέχεια: η μορφή των διαλόγων στο παροντικό επίπεδο αφήγησης, χωρίς παύλες και με τη διχαστική παρείσφρηση του εσωτερικού λόγου του Σάντο, στο παρελθοντικό επίπεδο η ενσωμάτωσή τους στον μονόλογο, η πυρετική γλώσσα και το λαχάνιασμα, η χρήση καθέτων σε ορισμένες λέξεις παραπλήσιου ή και ίδιου νοήματος, όλα προέκυψαν αυθόρμητα καθώς γραφόταν το βιβλίο και ήταν επιλογές που γεννήθηκαν από το πνεύμα και την ουσία του σχηματιζόμενου ήρωα, τον οποίο με τη σειρά τους είχαν σκοπό να οικοδομήσουν και να θρέψουν.
Τα πρώτα προσχέδια, κάποιες προχειρογραμμένες προτάσεις με άτσαλα γράμματα, μουντζαλιές και ασύμμετρα βελάκια, έγιναν κατά τη διάρκεια ενός κύκλου σεμιναρίων εργασιακής επιμόρφωσης. Αυτή είναι και μια από τις ελάχιστες φορές που έχω χρησιμοποιήσει χαρτί μέχρι τώρα για οτιδήποτε έχει να κάνει με τη συγγραφική μου δραστηριότητα: γράφω πάντα στον υπολογιστή και σημειώσεις ή σπινθήρες ποιημάτων τα κρατώ στο κινητό, καταφεύγοντας στο χαρτί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις για προσωρινές καταγραφές.
Η συγγραφή της Λάσπης όμως ήταν για μένα ξεχωριστή κυρίως στη διάσταση του χρόνου: συνήθως, δεν μπορώ να σταθώ μπροστά από το λευκό ηλεκτρονικό χαρτί του υπολογιστή για πάνω από μια-δυο ώρες, κι ακόμα και μέσα σε αυτό το διάστημα μπορεί στο τέλος να έχω καταφέρει να γράψω μόνο μερικές δεκάδες λέξεις. Στην πεζογραφία, όπως και στην ποίηση, η αναζήτηση της μίας και μοναδικής λέξης, της κατάλληλης λέξης, θυμίζει πολλές φορές τη μεταφυσική αναζήτηση του άλλου μισού στα παραμύθια· η λάθος λέξη, ή ακόμα και η σωστή λέξη λάθος τοποθετημένη, μπορεί να είναι το ένα επιπλέον απειροστό μικρογραμμάριο που επικάθεται σε μια λεπτή κατασκευή με αποτέλεσμα την παταγώδη της κατάρρευση. Για μια και μόνο λέξη, ή για ένα μικρό σύνολο με κέντρο αυτήν τη λέξη, μπορεί να χρειαστούν ώρες ανάγνωσης της πρότασης, ρυθμικών δοκιμών και νοηματικών πειραμάτων.Γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο, όταν γράφω διηγήματα ή ποιήματα εξουθενώνομαι πολύ γρήγορα και αφήνω στην άκρη το κείμενο ή κάνω πολύ συχνά διαλείμματα. Στη Λάσπη όμως έφτασα κάποιες φορές να γράφω 7-8 ώρες τη μέρα. Άλλες μέρες γέμιζα δυο σελίδες, άλλες μερικές γραμμές. Η πρώτη γραφή μου πήρε περίπου 8 μήνες και η μετέπειτα ολοκλήρωσή της στη μορφή που εκδόθηκε ήταν λυτρωτική για μένα αλλά πλέον, για να επανέλθω στους κανονικούς μου συγγραφικούς ρυθμούς, τους τελευταίους μήνες γράφω πολύ αραιά, κυρίως ποιήματα.Ο τίτλος εμφανίστηκε ως έκλαμψη, πιθανώς πυροδοτημένη από υποσυνείδητες σκέψεις και συνδέσεις, όταν το βιβλίο είχε πάρει σε μεγάλο βαθμό την τελική του μορφή. Πρώτα τον υιοθέτησα και μετά τον ερμήνευσα: είναι η λάσπη που εκτοξεύεται προς όλες τις κατευθύνσεις, εντός και εκτός σαρκίου,για να μεταθέσει ή να δημιουργήσει ευθύνες· η λάσπη στην οποία κυλιέται ο πρωταγωνιστής και την οποία βλέπει να καλύπτει τους ανθρώπους και τα κτήρια γύρω του, φτάνοντας μέχρι τα σωθικά του με τη μορφή της αλεσμένης τροφής που δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του και την αποβάλλει θεαματικά· η λάσπη του χρόνου στην οποία επιπλέουν όλες οι γλωσσικές εκφορές του ανακατεμένες, μέσω των οποίων αποκλειστικά δομείται.
Η "Λάσπη"του Γκέζου είναι, και κλείνω μ΄αυτό,ένα από εκείνα τα βιβλία που ένιωσα ότι ανήκουν σε μένα και σένα, ανώνυμε αναγνώστη, εμένα κι εσένα που επιμένουμε να διαβάζουμε χωρίς να δίνουμε σημασία στις σειρήνες του εκδοτικού μας matrix, που καλά κρατεί τάζοντας λαγούς με πετραχείλια όμως παράγει μετριότητες που θα ξεχαστούν πριν καλά καλά περάσει λίγος καιρός από την κυκλοφορία τους.Η "Λάσπη" όμως θα παραμείνει κι όσο περνάει αυτός ο κακός και μισάνθρωπος καιρός θα αγγίζει ολοένα και περισσότερο και πιο πολλούς αναγνώστες .Είμαι δε βέβαιη ότι ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος θα έχει σπουδαία συνέχεια και το στερεότυπο το περί του ιδαιτέρως νεαρού της ηλικίας του που μας κίνησε κι αυτό το ενδιαφέρον θα πάψει να μας εντυπωσιάζει διότι το ταλέντο, για να πούμε τα σύκα σύκα και την σκάφη σκάφη δεν έχει ηλικία. Ή υπάρχει και το καλλιεργείς ή χαιρέτα μας τον πλάτανο.
/Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χιμάρα και είναι απόφοιτος της Σχολής Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» (Πολύτροπον, 2012) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα.
Το διήγημά του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου "Καρδιές για φάγωμα" θα γυριστεί σε ταινία μικρού μήκους, σε σενάριο και σκηνοθεσία Ειρήνης Κούτουλα (Renee Koutoula). Ανυπομονούμε!
* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.