Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μια προσέγγιση στη «Σκακιστική νουβέλα» του Stefan Zweig



γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*




σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου,
από τις εκδόσεις Άγρα



«…σκέφτομαι λοιπόν πως είναι καλύτερο να τερματίσω έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά μια ζωή, όπου η πνευματική εργασία υπήρξε πάντοτε η αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία το ύψιστο αγαθό του κόσμου τούτου.»
Αυτά έγραφε ο Stefan Zweig στο σημείωμα που άφησε μιλώντας για την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1942, όταν έκανε πράξη την απόφασή του συγκλονισμένος από τα γεγονότα του πολέμου και την καταστροφή της Ευρώπης «…τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί».

Το τελευταίο κείμενο που στέλνει στον εκδότη του στη Νέα Υόρκη, και το οποίο τυπώθηκε μετά τον θάνατό του, ήταν η «Σκακιστική νουβέλα».  Αναρωτιέμαι πώς να είναι αυτό το ‘λίγο πριν’, πώς να νιώθει, τι να σκέπτεται, κυρίως γιατί να γράφει ‘λίγο πριν’. Λίγο προτού κάνει τη ‘νενοημένη’ ασφαλώς τελευταία κίνησή του, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα κρίση των υπολοίπων περί ‘απονενοημένου’ διαβήματος. Έχοντας καταφύγει στη Βραζιλία, την οποία καταλήγει να θεωρεί πια πατρίδα του, εφόσον η πραγματική του πατρίδα νιώθει ότι «σκοτείνιασε». Κι έχουμε εδώ, λοιπόν, αυτό το τελευταίο του κείμενο, μια νουβέλα που την τιτλοφορεί «σκακιστική», θέτοντας έτσι στο κέντρο του θέματός του τον βασιλιά όλων των πνευματικών παιχνιδιών.
Είναι άραγε μόνο ένα πνευματικό παιχνίδι το σκάκι; Απαιτεί οπωσδήποτε όλη την νοητική εγρήγορση των παικτών, αναδεικνύει τις  -ιδιαίτερα απαιτητικές- διεργασίες του μυαλού, που οφείλει να προβλέπει και να φαντάζεται τις επόμενες κινήσεις, πριν αποβούν μοιραίες για τη εξέλιξη της παρτίδας. Δεν αφήνεται καθόλου στην τύχη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ρόλο της, τη στιγμή που σε όλα τα άλλα παιχνίδια το τυχαίο αναδεικνύεται είτε ρυθμιστής είτε ένας συμμέτοχος παράγοντας των εξελίξεων.
«…γνώριζα τη μυστηριώδη γοητεία αυτού του “Βασιλικού παιχνιδιού”, του μοναδικού απ’ όλα όσα εφεύρε ο άνθρωπος που με ανωτερότητα ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και δεν χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σε ένα ορισμένο είδος εξυπνάδας» θα πει κάποια στιγμή ο αφηγητής στη «σκακιστική νουβέλα».

Ο συγγραφέας, μελλοντικός αυτόχειρας, μας δείχνει με τη νουβέλα του πολύ περισσότερα από όσα θα φιλοδοξούσε μια νουβέλα με θέμα την παρτίδα δύο πολύ ξεχωριστών παικτών. Οι παίκτες αυτοί θα βρεθούν πάνω σ’ ένα πλοίο, που εκτελεί το δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και από εκεί στην Αργεντινή, μαζί με άλλους Ευρωπαίους επιβάτες, φυγάδες από τη βία του ναζισμού που όλο και περισσότερο απλώνει τα πλοκάμια του στον κόσμο.
Σε δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (που εντούτοις δεν βαραίνουν τη μικρή αυτή ιστορία) θα πληροφορηθούμε τα απαραίτητα για την προσωπικότητα των δύο παικτών. Ο ένας είναι ο Σέρβος Μίρκο Τσέρντοβιτς, παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού, μια σκοτεινή προσωπικότητα με έκδηλα τα σημάδια του αγροίκου και του απαίδευτου ανθρώπου. Παρά τις προσπάθειες του εφημέριου που είχε αναλάβει την ανατροφή του ορφανού Μίρκο, αυτός παρέμενε απαθής.
«Ο Μίρκο έσκυβε πάνω απ’ τα γράμματα και τους αριθμούς, που του είχαν εξηγήσει εκατοντάδες φορές, και τα κοίταζε με το ίδιο αδιάφορο κι απόμακρο βλέμμα. Το δυσκίνητο κι αργό μυαλό του δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει ούτε τα πιο απλά πράγματα».

Κι όμως αυτό το ιδιόμορφο παιδί αποδειχθεί εξαιρετικός παίκτης στο σκάκι και θα αποκτήσει με τον καιρό παγκόσμια φήμη παίρνοντας και τον τίτλο του πρωταθλητή. Μονόχνωτος και απόμακρος από τους ανθρώπους θα δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Ο άλλος παίκτης, που θα βρεθεί εντελώς απρόοπτα απέναντι στον διάσημο Τσέρντοβιτς, είναι ο δικηγόρος δρ. Μπ., ένας από τα θύματα του ναζισμού, αφού έμεινε φυλακισμένος για μήνες σε μια ιδιότυπη φυλάκιση-απομόνωση μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο αντιμέτωπος με την ψυχολογική βία που ασκούσε πάνω του η απόλυτη μοναξιά και η απουσία αντικειμένων με τα οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί. Όταν, από μια ανέλπιστη τύχη, καταφέρνει να βρει ένα περιοδικό με ασκήσεις σκακιού, θα αρχίσει να «διαβάζει» τις σκακιέρες με τη λαχτάρα που κάποιος αφήνεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι όταν μάθει πια απ’ έξω τις κινήσεις, θα αρχίσει να παίζει από μνήμης τις παρτίδες  («είχα καταφέρει να προβάλω στο μυαλό μου τη σκακιέρα και τα πιόνια της») με αντίπαλο, φυσικά, τον εαυτό του. Αυτό το παιχνίδι όμως έχει και τις αναπόφευκτες συνέπειες. Ο δρ. Μπ. θα αποκτήσει μια ψύχωση με τα λευκά και τα μαύρα πιόνια, τον λευκό και τον μαύρο εαυτό του, «μια μορφή πνευματικής φλεγμονής, για την οποία δεν βρίσκω άλλο όνομα, παρά έναν όρο που η ιατρική επιστήμη αγνοεί: σκακιστική δηλητηρίαση», όπως ο ίδιος θα εκμυστηρευτεί στον αφηγητή. Αυτή, ωστόσο, η παράξενη ασθένεια θα τον οδηγήσει και στην ελευθερία, αφού οι δεσμώτες του θα απογοητευτούν ότι θα αποκομίσουν από έναν άρρωστο ψυχικά άνθρωπο τις πληροφορίες που απεγνωσμένα ζητούν. Με τον όρο, όμως, να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι θα βρεθεί κι αυτός στο πλοίο, αποφασισμένος να απέχει δια βίου από το τοξικό γι’ αυτόν σκάκι.


Μια σειρά, όμως, από τυχαία γεγονότα θα φέρουν αντιμέτωπους αυτούς τους δύο με πεδίο ιδιότυπης μάχης μια σκακιέρα. Αυτό το παιχνίδι παρακολουθούμε από ένα σημείο και μετά στη νουβέλα του Stefan Zweig. Μόνο που, όπως είναι αναμενόμενο γι’ αυτό το τελευταίο «μήνυμα» του συγγραφέα πριν την έξοδό του από τη ζωή, δεν πρόκειται μόνο για μια παρτίδα σκάκι, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι αυτή.

Ο Zweig θα θέσει μπροστά στον αναγνώστη του το θέμα της ελευθερίας και των ορίων της παράλληλα με αυτό της εσωτερικής πάλης που απαιτεί η αντιμετώπιση της βίας και των μεθόδων της. Πόσο μπορεί να αντισταθεί το πνεύμα, όταν αντιπαλεύει με την απουσία της λογικής του ολοκληρωτικού καθεστώτος; Και πόσο δυνατός πρέπει να αναδειχθεί ο άνθρωπος όταν βρεθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό; Εξαιρετικός ο συμβολισμός εδώ με τον δρ. Μπ. να διχάζεται σε λευκά και μαύρα πιόνια, δύο όψεις του προσώπου του, ένα βήμα πριν την κατασκευασμένη σχιζοφρένεια.

Από την άλλη παρατηρούμε στη διάρκεια της παρτίδας τους δύο παίκτες, με μια γερή δόση ενός άλλου συμβολισμού εδώ, να αντιπροσωπεύουν ο ένας το πνεύμα με την ενάργειά του (όσο κι αν αυτή υπονομεύεται από την παντοδύναμη σκακιέρα, που πια λειτουργεί ως μέσον επιστροφής στο τοξικό περιβάλλον του εθισμένου ανθρώπου) και ο άλλος εκπρόσωπος του ακατέργαστου μυαλού, πλην όμως ευφυούς σε μια και μοναδική απασχόληση. Και οι δύο, ωστόσο (ενδιαφέρον και αυτό) σε μια ειδική σχέση με το σκάκι. Ο δρ. Μπ. χρωστά σ’ αυτό την ανάδυσή του από τον χώρο της απομόνωσης και της φυλακής αλλά και την είσοδό του στον χώρο του ιδιόμορφου εθισμού. Ο Μίρκο Τσέρντοβιτς έχει το σκάκι ως μέσον βιοπορισμού, αφήνει σ’ αυτό την υπόθεση της επιβίωσής του.

Ταυτόχρονα και οι δύο πάνω σ’ αυτό το πλοίο της φυγής.
Ο Zweig ένιωθε πόσο όλη η πνευματική του δημιουργία αλλά και οι αξίες της Ευρώπης του πνεύματος και της τέχνης συνθλίβονταν κάτω από τον παραλογισμό της ναζιστικής λαίλαπας. Μπορεί κάποιος να διαβάσει τη «σκακιστική νουβέλα» με το ενδιαφέρον του παίκτη. Μπορεί ακόμη να συναντήσει κάποιος μέσα στις σελίδες της μια ακόμη λογοτεχνική φωνή διαμαρτυρίας, μια σκέψη πάνω στον άνθρωπο που αφηνόταν έρμαιο στη βία της εποχής. Αυτό το έργο έχει σημαδευτεί από την αυτοκτονία του συγγραφέα, δίνοντας έτσι μια αυθεντικότητα στη διαμαρτυρία του, αλλά και ένα έναυσμα στον σημερινό αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε θέματα που δυστυχώς αποκτούν μια επικαιρότητα.

Ο Stefan Zweig ανήκει στη σειρά εκείνων των δημιουργών που δεν θεώρησαν το σκάκι ένα απλό παιχνίδι αλλά είδαν (ο καθένας με τον τρόπο του) τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Ποιος λάτρης του κινηματογράφου, για παράδειγμα, δεν ανακαλεί τώρα στη μνήμη του την παρτίδα που παίζει ο Ιππότης με τον Θάνατο στην «έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν;  Ή, στον χώρο των βιβλίων, το «Μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή» του Miguel de Unamuno, όπου το σκάκι μόνο ως πρόσχημα για τον στόχο του συγγραφέα μπορεί να εκληφθεί;
Η «σκακιστική νουβέλα» μας προκαλεί να εκτιμήσουμε πάλι όχι μόνο το σκάκι αλλά και τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει το πνευματικό αυτό «παιχνίδι».


Διώνη Δημητριάδου

------------------------------


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» (http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

“Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας”,Δημήτρης Τερζής



γράφει και επιμελείται η  Βιβή Γεωργαντοπούλου

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com



"Είναι κάποιες μέρες που κρατάνε ξυράφι και μαστίγιο.Ραπίζουν το δέρμα και χαρακώνουν την ψυχή.Είναι οι μέρες που ο άνεμος φυσάει βοριάς,που ο καφές είναι νερόπλυμα,που η γροθιά σου δεν είναι το χέρι σου αλλά το στομάχι σου.Και σκάβει.Τραβάει τα σωθικά σου έξω μα αυτά είναι καλά δεμένα και διαμαρτύρονται με πόνο.Η γροθιά συνεχίζει να γυρίζει σαν μυλόπετρα που πάνω της έχεις απιθώσει τις μέρες του καημού και τις αλέθει. Αφήνει ίχνη ώχρας. Το χρώμα της ζωής σου ξεπλυμένο πάνω στην πέτρα."

"Το Τέλος μιας Τέλειας Μέρας".Ο τίτλος του βιβλίου που κρατώ στα χέρια με προϊδεάζει για το περιεχόμενο και προκαλεί αλυσιδωτές σκέψεις.Τι με περιμένει όταν διαβάσω τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που φωλιάζουν εντός του;Πόσο τέλεια άραγε,αναρωτιέμαι για την μέρα που τελειώνει,για ποιους τώρα πια σε τούτη την χώρα που θα μπορούσε να είναι πράγματι τέλεια ακόμα και σ΄αυτή την συγκυρία αλλά δεν είναι,δεν την αφήνουν να είναι,και τι σημαίνει εν τέλει για την λογοτεχνία τέλος; Υπάρχει τέλος στην συμπαντική τελειότητα και αν ναι,πώς επέρχεται,πώς βεβαιώνεται,πώς ορίζεται, για ποιο τέλος μπορούμε να μιλάμε από την στιγμή που ο,τιδήποτε συμβαίνει σε όλους μας είναι εκείνο που αέναα μας συμβαίνει και λέγεται ζωή ;

Αυτή η διόλου μικρή,ως προς τον αριθμό των ιστοριών που την αποτέλεσαν,συλλογή διηγημάτων του ταλαντούχου Δημήτρη Τερζή,μου έφερε στα καλά του καθουμένου(ή μήπως καθόλου στα καλά του καθουμένου γιατί ποιος έχει την πολυτέλεια στις μέρες μας να το πει αυτό το ρημάδι το "στα καλά του καθουμένου"),αληθινό υπαρξιακό πονοκέφαλο.Αν έπρεπε δηλαδή να συμμαζέψω κάπως τις αμέτρητες,μόνο καλές και μάλιστα πολύ θετικές στο σύνολό τους εντυπώσεις μου γράφοντάς τις σ΄ένα τετράδιο,σίγουρα θα έγραφα,θα έσβηνα,θα έγραφα ξανά,θα έσβηνα πάλι και ξανά από την αρχή,ώσπου να βρω τις λέξεις εκείνες που θα μπορούσα να τις εμπιστευτώ σαν τις πιο κατάλληλες και ακριβείς για την περιγραφή των έντονων συναισθημάτων και των προβληματισμών που μου προκάλεσε η ανάγνωση.Ανάγνωση  προσεκτική,εστιασμένη στα δρώντα και πάσχοντα πρόσωπα και στο γαϊτανάκι τους,στις επιμέρους ασφυκτικές καταστάσεις που βιώνουν και τις οποίες αφηγείται τόσο επιδέξια,τόσο ζωντανά,τόσο άμεσα ο Τερζής,σαν να στις ψιθυρίζει γιατί εξ αρχής ξέρει πως είστε συνοδοιπόροι στην ίδια πάνω κάτω λεωφόρο του βίου, άνθρωποι όλοι,φθαρτά όντα,θνητά παιδιά ενός ανώτερου ή κατώτερου θεού δεν έχει ίσως βαρύνουσα σημασία, εκτεθειμένοι στην ίδια δικαιοσύνη/αδικία και θέλει να τις μοιραστείτε,να τις συνεκτιμήσετε, ίσως για να ξορκιστούν για λίγο και να ξεγελαστούν οι δαίμονες που τις έθρεψαν και τις θέριεψαν. Ήταν επίσης μια απολαυστική εκτός από σφυροκοπηματική εξ αιτίας των θεμάτων της ανάγνωση, απότιση φόρου τιμής στην ελληνική γλώσσα σαν βασικό πυλώνα της αισθητικής της εθνικής μας λογοτεχνίας και επίσης κράτησε πιο πολλές μέρες απ΄όσες περίμενα καθώς στη διάρκειά της η αμεσότητά της με καθήλωνε στα κείμενα,έξοχη και απρόσμενα συγκινητική μέσα κυρίως απ΄αυτήν.Ρέουσα γλώσσα,πανέμορφη που η τραχύτητα και η ομορφιά της, η ειλικρίνειά της με ξένιζε και με σόκαρε,το ομολογώ,όμως ήταν ακριβώς αυτό το στοιχείο που με έσπρωχνε να διαβάζω από την αρχή κομμάτια ολόκληρα από αφηγήσεις που είχαν προηγηθεί εκείνης την οποία μετέτρεπα σε εικόνες την δεδομένη στιγμή,γιατί στο μεταξύ ανακάλυπτα την αλυσίδα των μύχιων συνειρμών και τις υπόγειες διαλεκτικές συνδέσεις ανάμεσά τους.

Ο νεότατος στην ηλικία Δημήτρης Τερζής γράφει με επιδέξιο και σε καμία περίπτωση επιδεικτικό της ικανότητάς του αυτής τρόπο για την αληθινή ζωή των κατοίκων της χώραςεδώ και τώρα,μα και διόλου απίθανο αληθινής ζωής και άλλων ανθρώπων σε τόπους με τις δικές τους ιστορικές συγκυρίες να είναι παρόμοιες ή και ίδιες,εκείνην την αφτιασίδωτη,γυμνή ζωή της καθημερινότητας στις πόλεις και στην επαρχία στους ισοπεδωτικούς και κάλπικους καιρούς της παγκοσμιοποίησης.Η αφήγηση, πότε πρωτοπρόσωπη πότε τριτοπρόσωπη χωρίς τα δήθεν και φλύαρα και παραπλανητικά στολίδια που της φοράει η τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή ώστε να πλασαριστεί άλλοτε φορτωμένη με σεμνοτυφία άλλοτε με χυδαιότητα για να πουληθεί σε κάθε περίπτωση η πραμάτεια,είναι σαφής και καταιγιστική ως προς τα τεράστια κοινωνικά και πολιτικά θέματα που βγάζει στην επιφάνεια, τεχνικώς αψεγάδιαστη.

Ο Τερζής γράφει αβίαστα,χωρίς να εξωραΐζει,χωρίς να μασάει τα λόγια του,περιγράφοντας και μαζί καταγράφοντας την ζωή με μια δύναμη που δεν στερείται πειστικότητας,ίσα ίσα, αυτό είναι η κύρια αρετή του,το μεγάλο συν στο ταλέντο του:να γράφει με τσαγανό για τα λογής πάθη των ανθρώπων-το ερωτικό,της επιβίωσης,της αγάπης,της φιλίας,της τέχνης,της μοναξιάς,του θανάτου,της αρρώστιας και της πάλης μ΄ αυτήν,της ήττας ή της νίκης,της προδοσίας-εν ολίγοις για το κουβάρι της ζωής μας σαν πλασμάτων του ίδιου αχανούς Σύμπαντος-, παρακολουθώντας εκείνος την γένεση,την αποθέωση και την πτώση του πάθους,σε όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα,τα σημαντικά και τα ασήμαντα που συμβαίνουν στις καθημερινότητες των ηρώων με τους οποίους μοιάζει να γίνεται ένα όσο είναι και παρατηρητής τους –όχι κριτής τους-ψυχογραφώντας τους νηφάλια, διεισδύοντας  στους σκοτεινούς κόσμους τους,αγαπώντας τους και συμπάσχοντας σχεδόν σιωπηλά-κι αυτό είναι μια ακόμα σπουδαία αφηγηματική του αρετή- με την μάταιη σπουδή τους να ζήσουν, κάπως κι αυτοί να γευτούν όλα όσα τους έταξαν,ηδονή και καλοπέραση,ανεμελιά και ευκολία, ελευθερωμένοι έστω για λίγο από τα βαρίδια της Ειμαρμένης που τους κατεβάζει στην Κόλαση ενώ εκείνοι νομίζουν ότι οδεύουν προς τον γήινό τους Παράδεισο.

Καρφιτσωμένες σε ένα περβάζι,αντίκρισε δύο δεκαοχτούρες να ερωτοτροπούν.Με το θηλυκό να σκερτσιάζει και το αρσενικό να της κόβει το δρόμο,τσιμπώντας την τρυφερά και διεκδικητικά στο λαιμό.Στάθηκε και εκεί μα όχι για πολύ,το παράθυρο στο περβάζι άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα ξεπλυμένο πρόσωπο,βιασμένο από τον ύπνο,με κίτρινους λεκέδες στη νυχτικιά και κόκκινα μπικουτί στα μαλλιά.Ένα πρόσωπο έτοιμο να ξεράσει τη ζωή του από το στόμα.Οι δεκαοχτούρες πέταξαν μακριά.Ο έρωτας έμεινε ανεκπλήρωτος.Το άνθος της νεραντζιάς την αποζημίωσε ξανά.Αν και το λευκό του είχε μαυρίσει στις άκρες από την επαφή με την παλάμη της τόση ώρα,διατηρούσε την ευωδιά του,είχε ποτίσει με αυτή το δέρμα της, κάτι τόσο μικρό και όμως ικανό να διαλύσει την ασχήμια γύρω της.Γύρισε πίσω στο περβάζι. Περίμενε για λίγο, ώσπου είδε το ίδιο πρόσωπο,το ίδιο ξεπλυμμένο να την κοιτάζει με μίσος.Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.Παντού στον κόσμο,οι ζωές είναι ίδιες. Αν δεν σε αντέχεις,άλλαξε. Αλλιώς, πήγαινε και πέθανε κάπου.Κάν'το όμως γρήγορα.Θα νοιώσεις καλύτερα!Δεν πήρε απάντηση, ένα μπικουτί μόνο σαν να συγκινήθηκε, λύθηκε από τα μαλλιά και αυτοκτόνησε πέφτοντας στον ώμο και μετά στο πάτωμα.

Από τα τριάντα τρία διηγήματα πολλά είναι από κάθε άποψη,δόμησης,θέματος,γλώσσας και έκτασης (ο Τερζής δεν δείχνει να αγαπά ιδιαίτερα τα μικροδιηγήματα, αναπτύσσει σε αρκετές σελίδες τις ιστορίες του)αληθινά διαμαντάκια:"Η Πόλη των Ξένων" "Επτά", "Ελευθερία","Οι Στάχτες", "Αμμόκαστρο","Ώχρα","Γκρι", "Έρημος" "Ραστώνη" και στέκομαι ενδεικτικά σε αυτά επειδή κι εσείς μπορείτε να τα διαβάσετε, και να πάρετε μιαν ιδέα για την γραφή του , στο ωραίο μπλογκ που έχει, το Ray΄s Stories,που τυχαία ανακάλυψα κι εγώ μια μέρα.

υγ.Πάντως επειδή την ομορφιά του βιβλίου δεν μπορεί να την υποκαταστήσει η πιο καλή αποσπασματική ηλεκτρονική ανάγνωση,αν και  πιο πάνω την επικαλέστηκα για του λόγου το αληθές ότι ο Τερζής είναι ταλέντο,προτιμώ και προτείνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο το κλασικό, το χάρτινο -από τις εκδόσεις Ιβίσκος εν προκειμένω-γιατί παρά τις μικρές τεχνικές ατέλειες σαν έκδοση,συνεχίζω να θεωρώ πως η μαγεία της ανάγνωσης στο χαρτί παραμένει ατόφια.


Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».

---------------------------



Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Μια ανάγνωση στο «Αλλού, στο Πουθενά», τα δώδεκα διηγήματα της Λουκίας Δέρβη



γράφει και επιμελείται η Νότα Χρυσίνα*





Η Λουκία Δέρβη στο νέο της βιβλίο  «Αλλού, στο Πουθενά», το οποίο περιλαμβάνει 12 σύντομα διηγήματα, μιλάει για το ταξίδι. Το ταξίδι ως προορισμό ζωής, το ταξίδι του πρόσφυγα αλλά και το ταξίδι εντός μας, σε διάφορες εποχές και τόπους που όλοι σχετίζονται με τον ελληνισμό.

 Με αφορμή τους ήρωές της μιλάει για την μοίρα του ανθρώπου, περιδιαβαίνει  τόπους και ήθη,  διαγράφει έναν εξωτερικό ιστορικό κύκλο που αναφέρεται σε τόπους και ιστορικά γεγονότα διαγράφοντας παράλληλα και έναν εσωτερικό κύκλο που εφάπτεται του εξωτερικού και μιλάει για τον άνθρωπο.

 Ο άνθρωπος είναι το θέμα και το ταξίδι που ονειρεύεται ως προορισμό ζωής στο διήγημα «Ταξίδι στο Τζιμπουτί» το οποίο η ηρωίδα της δεν θα πραγματοποιήσει ποτέ αλλά θα νοηματοδοτήσει την ζωή της καθώς η ίδια δεν  τολμά να ξεφύγει από τα ήθη της εποχής της σε ένα ελληνικό νησί όπου η οικογένεια καθορίζει την ζωή από την γέννηση έως τον θάνατο. Η μετανάστευση κάποιων μελών της οικογένειας είναι το καθοριστικό γεγονός γύρω από το οποίο πλέκονται οι ζωές όλων.

Στο διήγημα «Βραδινή προσευχή» το οποίο ξεχώρισα για την ψυχολογική εμβάθυνση της Λουκίας Δέρβη, η ηρωίδα της αναζητάει ένα σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να συγκροτεί τον ευαίσθητο ψυχισμό της, καθώς έμεινε ορφανή στην ηλικία των δώδεκα ετών. Η ηρωίδα βρίσκει το σημείο αυτό στο πρόσωπο της μικρούλας την οποία φροντίζει μέχρι που η μικρή ενηλικιώνεται αλλά δεν σταματάει να παλεύει με τα φαντάσματά της. Αυτά παίρνουν την μορφή της δασκάλας του πιάνου της μικρής η οποία γίνεται άθελά της απειλή αποσταθεροποίησης. Η ηρωίδα καταλήγει  να συνειδητοποιήσει πως το σταθερό σημείο αναφοράς μας βρίσκεται εντός μας ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο κι αφού απαλλαγούμε από φαντάσματα εχθρούς που κατασκευάσαμε από φόβο να δεχθούμε τον άλλο ως σύμμαχο και να συμπορευτούμε αρμονικά.

Η Δέρβη χρησιμοποιεί γλώσσα άμεση και παραστατική και όπου χρησιμοποιεί ευθύ λόγο δίνει ένα εύθυμο τόνο πλάθοντας ήρωες με ζωντάνια. Η αφήγηση ρέει προκαλώντας στο μυαλό του αναγνώστη εικόνες που εναλλάσσονται  όπως σε ένα παραμύθι που το ενδιαφέρον συνεχίζεται αμείωτο μέχρι το τέλος. Κάποιες φορές το τέλος  παραμένει σε εκκρεμότητα δίνοντάς μας την ευκαιρία να το συμπληρώσουμε εμείς.

Διαβάζοντας τα δώδεκα διηγήματά της Δέρβη έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς τον ήρωα με έναν κινηματογραφικό φακό που πότε εστιάζει σε κοντινό πλάνο, δείχνοντάς μας λεπτομέρειες και πότε ανοίγει ο φακός και βλέπουμε ολόκληρο σκηνικό με μάχες και τοπία που πρωταγωνιστούν, χωρίς ο ήρωας να κυριαρχεί στο τοπίο αλλά να ζυγιάζεται σωστά ώστε το τοπίο ή γενικότερα ο χώρος να είναι ένα με τον ήρωα.

Το συναίσθημα πλημμυρίζει πολλά από τα διηγήματα και οι ήρωες περνούν από πολλά και διαφορετικά συναισθήματα όπως και εμείς οι αναγνώστες. Το διήγημα που με άγγιξε περισσότερο ήταν η «Βραδινή προσευχή» καθώς ένιωσα να κλιμακώνονται τα συναισθήματά μου μέχρι την κάθαρση που ευτυχώς ήρθε γρήγορα καθώς το διήγημα τελειώνει σύντομα με ένα 
Happy End.
Τέλος, σε όλα τα διηγήματα της Λουκίας Δέρβη υπάρχει και κάποιο ηθικό δίδαγμα που βοηθάει εκτός από τη τέρψη του διαβάσματος και στη διδαχή που νομίζω ότι επιτυγχάνουν όλα τα καλά αναγνώσματα.

Προτείνω να διαβάσετε τα διηγήματα μιας νέας γυναίκας που προβληματίζεται πάνω στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα αλλά και παίζει με την γλώσσα και το θέμα της με άνεση και πρωτοτυπία.






Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972.
 Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές 
Επιχειρήσεις. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2015)Αλλού, στο πουθενά, Μελάνι
(2013)Group Therapy, Μελάνι
(2009)Ομπρέλες στον ουρανό, Μελάνι
(2004)Κακός χαρακτήρας, Μελάνι
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2005)Συνταξιδιώτες, Fnac

---------------------------


* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.




Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Δημήτρης Περοδασκαλάκης "Επι γαν μέλαιναν"

γράφει και επιμελείται η Ρένα Πετροπούλου  Κουντούρη*





Εκδόσεις Γαβριηλίδης



Στην  τρίτη ποιητική του συλλογή  που φέρει τον τίτλο Επί γαν μέλαιναν, ο Δημήτρης Περοδασκαλάκης συνδιαλέγεται με την Ιστορία, καθώς και τον εικονοποιημένο και ταυτόχρονα φιλοσοφικό στοχασμό, κομίζοντας στην ποίηση των καιρών μας των λέξεων την μουσική , την επιλεκτική αναζήτηση στοιχείων, προσώπων και συμπεριφορών μέσα από την καθημερινότητα, ένα παιχνίδι γρίφων του λόγου με τον τόπο. Ευαίσθητος, ευφυής, με έκδηλη ευγένεια και λεπτότητα, με ικανή παιδεία που διαφαίνεται πηγαία μέσα από τους στίχους του, θυμοσοφικός, αινιγματικός, ταλαντούχος και αυθεντικός, όλα τούτα τα γνωρίσματα είναι του ανθρώπου και του έργου του μαζί.

Ο ποιητής στέργει να ψάλλει τις στιγμές, το κέντρισμα, τ’ ακούσματα, την Ιστορία σε πρώτο πλάνο αντάμα με το σήμερα. Καταγράφοντας στιγμιότυπα με το μάτι του περαστικού διαβάτη, αναπλάθει μνήμες δίχως αφηγηματικά φίλτρα, εκμαιεύοντας συγκίνηση μέσα από μια ευφυέστατη, λιτή γραφή με την ακαριαία ματιά ενός φωτογραφικού κλικ, που αποτυπώνει την στιγμή, μετουσιώνοντάς την σε στιβαρό ποιητικό λόγο.

Η τελευταία του ποιητική συλλογή μοιράζεται σε τρείς ενότητες: Επί γαν μέλαιναν (αντλημένη από ποίημα της Σαπφούς),
Στον Χάνδακα εκτάκτως και Πυξ λαξ Αναστάσιμο.

Ο κόσμος του Δ.Π. στο πρώτο μέρος Επί γαν μέλαιναν , ξετυλίγεται μπροστά μας, γήινος, ζωντανός, με την φρέσκια ματιά του παρόντος αλλά και αυτή  τη νοσταλγική του παρελθόντος σε διαδοχικά, επαγωγικά επεισόδια και μορφές βαθύτατα εντυπωτικές( Η υδρόγειος σε κάδο, Η Τάξη, Νάντια Ανζουμάν ), ενώ ο δημιουργός –συχνά με λέξεις ή στίχους δάνεια από τον Ησίοδο και την Σαπφώ, τον Ηράκλειτο ή τον Χαίλντερλιν και τον  Miklos Radnoti ή ακόμη και από τροπάρια ή ψαλμούς της θείας Λειτουργίας - αναπαριστά στην παλαίστρα του λόγου τον αδυσώπητο αγώνα του καθενός μας με τον εαυτό του, ιδιαίτερα στην κορύφωση του τέλους, προσδίδοντας δύναμη ικανή στο όλο ποιητικό σύνολο.

Χαμαιγενείς άνθρωποι κατοικούν τη γη/κι όμως ψηλότερα μπορούν να πάνε/
ή
Ο εμετός της Ιστορίας, τι δυσώδης /σαν την πληγή του Φιλοκτήτη
ή
Πτώμα ο λόγος όζει ήδη στο κενό/

Οι ρίζες του υπεδάφους της ποίησης, που λίγο πολύ είναι οι ρίζες μας , η ζεστή αίσθηση της σκοτεινής γης, η μνήμη που φωλιάζει σε κρυμμένες εσοχές,  η υλικότητα των ανθρώπων- τόσο γήινοι, τόσο σωματικοί, τόσο άνθρωποι- σφύζουν στην ποίηση του Δημήτρη Περοδασκαλάκη, συμμετέχοντας σ’ ένα εν εγρηγόρσει όνειρο που μιμείται την πραγματικότητα.

Διψούν οι άνθρωποι διψούν/ τον κόσμο που τους δόθηκε να ζήσουν/

μαζί διψά κι ο θάνατος/ όσο νερό κι αν πίνει/Είν’ αλμυρή η σάρκα των ανθρώπων.                                  (Δίψα σελ.42)

Τόσα παπούτσια που πηγαίνουν τους ανθρώπους/

σε δρόμους ποιους τα βήματά τους οδηγούν;
                                       (Παπουτσωμένοι μινώταυροι σελ.55)

Τόσο στην δεύτερη όσο και στην τρίτη ενότητα της συλλογής (Στον Χάνδακα εκτάκτως και Πυξ λαξ Αναστάσιμο) η πόλη είναι αυτή που δονεί, ταλανίζει, εμπνέει τον ποιητή, τον κάνει ν’ αναρωτηθεί, να πλάσει, ν’ αναζητήσει θαύματα. Θαύματα που συμβαίνουν δίπλα μας και περιμένουν κάποιον να τ’ ανακαλύψει.

Τα μνημεία
-Μαρτινέγκο, Πύλη ΠαντοκράτοραΝαός Αγ. Πέτρου-
τ’ αγάλματα
-Ελ Γκρέκο, το άγαλμα του Αγνώστου στρατιώτη -
κάποιες χαρακτηριστικές φιγούρες της πόλης του Ηρακλείου
 –Ο κλόουν στα Λιοντάρια, Του μπάρμπα Φώτη τ’ αργαστήρι, Αδάμης, ο ηφαίστειος σιδεράς , ο γέρων παπάς της γειτονιάς-
καθώς και η φύση με την θέα της 

μικρούλα μια ροδομηλιά/τρεμόπαιζε στο δείλι με τους ύμνους/

ντύνονται με το φίνο ένδυμα των στίχων, που υφαίνουν η νόηση, η ανάμνηση και η έμπνευση, συνυπογράφοντας μικρές παραστάσεις, δηλωτικές εκφάνσεις του ωραίου.

Ο ποιητής πολεμά στην δική του γλώσσα με την ειδική οικονομία των λέξεών της, απέναντι σε ότι τον στοιχειώνει και τον γητεύει , έχοντας ως αφετηρία τον δικό του τόπο κι εποχή. Εναγώνια μυστικός ή μεταφυσικός στα ποιήματα (Εκτάκτως ο Λόρκα στο ΧάνδακαΟ Δομίνικος στο πάρκο, υπέροχα ποιήματα και τα δυο)

με θραύσματα μαγικού ρεαλισμού στις ‘’Σκαλωσιές’’

Δίπλα στη θάλασσα πόσα κελιά/τάφοι κοχύλια που βουίζουν ψαλμωδίες-

όπως και στο ποίημα ’’Αδάμ που ει;’’

Δυο φλογισμένοι κότσυφες/με μια αστραπή στο ράμφος τους/έγιναν άνθρωποι γυμνοί που’ φυγαν απ’ το δέντρο/


συμπυκνώνει και μεταδίδει βέβαια και ποιοτική ποιητική συγκίνηση.

Στο ‘’Θερινό σινεμά’’ καταθέτει περίτεχνα ευρηματική μνήμη και φαντασία χωρίς εξιδανικεύσεις, ενώ το θρησκευτικό στοιχείο( το θείο και οι τελετουργίες του) αποτελεί από μόνο του μια ολόκληρη θεματική ενότητα –Πυξ λαξ Αναστάσιμο(Άγγελος της Πρωτομαγιάς, Πωλείται, Το μάθημα, Δια χειρός, Για λίγη λάμψη, Λόγος γεγραμμένος, Πυξ λαξ αναστάσιμο).





Ένα ακόμα στοιχείο που είναι ολοφάνερο μέσα στο παρόν ποιητικό έργο, είναι η κοινωνική ευαισθησία που διέπει τον ίδιο τον Δ.Π. και η θέση που παίρνει απέναντι στις ευαίσθητες (αν και πολλάκις άγρια λοιδορούμενες στην εποχή μας)κοινωνικές ομάδες

(Τρίτη ηλικία, άτομα με ειδικές ανάγκες, μετανάστες, άτομα που διώχθηκαν από απολυταρχικά καθεστώτα ή ανήκουν σε χαμηλά κοινωνικά στρώματα), η οποία τον ωθεί να γράψει μερικούς από τους πλέον έξοχους στίχους του (Νάντια Ανζουμάν-από τα ωραιότερα μικρά ποιήματα της συλλογής),

Είναι η Νάντια Ανζουμάν/’εαρ γλυκύ στον κήπο της Χεράτ

Μοίρα Αλλοδαπή, Του κανενός το τζάκετ, η κόρη της Βεργίνας, Αθηνά και Ορέστης ανίατοι, δυο γέροντες Δεκέμβρη στο μπαλκόνι) αποδεικνύοντας την ποιότητά του σαν άνθρωπος και σαν δημιουργός.





 Ένα από τα τεχνάσματα του ποιητικού λόγου , που γνωρίσαμε κυρίως στον Καβάφη, είναι η χρήση της ειρωνείας. Ο Περοδασκαλάκης την υιοθετεί μ’ επιτυχία, σε αρκετά ποιήματα του γ’ μέρους και δεν διστάζει να την μεταχειριστεί με θελκτικό τρόπο. Δεν την αφήνει να διαποτίζει ολόκληρο το ποίημα, αλλά απλά της επιτρέπει να ξεπηδά στους δυο τελευταίους στίχους, λειτουργώντας παραινετικά και με μιαν ιδιαίτερη κομψότητα:


Πιο συνθηματικός να γίνεις ουρανέ/η πόρτα δεν ανοίγει σε αγνώστους/

Δρομέας νύχτας/

Ανύποπτος για τα τροχαία δωματίου/

Έχει οπωσδήποτε αλλάξει η τεχνική/ωστόσο η Ιστορία παραμένει/το πιο διάσημο του κόσμου bodyline./

Στην παρούσα συλλογή είναι εμφανής η βαθιά οικείωση του ποιητή με την Σπιναλόγκα-τρία ποιήματα της ανήκουν- και με ότι αυτή σηματοδοτεί- ουσιαστικά το καθεστώς της αρρώστιας,

Μακρύ τ’ αγκάθι φυτεμένο στο νησί/
Χανσενικών γενιές σ’ αγκίστρι μοίρας/
Καλές ψαριές ενός γιατί/
Που τρύπησε βαθιά ψυχή και σώμα./
                                         (Σπιναλόγκα Ι σελ.36)

σε μεταφυσικές παραλλαγές που ανατροφοδοτούν την θλίψη και το ζόφο -
Απέναντι η Σπιναλόγκα/
Πανσέληνοι νεκροί σκαρφαλωμένοι στα τειχιά/
Στήνουν τ’ αυτί τους για ν’ ακούσουν/
                                    (Πυξ λαξ αναστάσιμο σελ72)

πασχίζοντας ωστόσο να βρει τρόπους εξόδου από έναν κύκλο φθοράς και θανάτου.

Η αναδρομική βίωση επαναφέρει στην επιφάνεια την οδύνη της απώλειας
Έφυγε ξαφνικά ο ποιητής-/
ήταν Χριστούγεννα που ο θίασος τον πήρε.
Έμεινε μόνο το σκυλί στο Θροφαρί/
‘’Γραμματική’’ το φώναζε./
                                ( Κόκαλο χάρτινο, μνήμη Αργύρη Χιόνη)

Παρακάτω ένας πρωτογενής ρυθμός (μελωδία)εκπορεύεται από την μαιανδρική κίνηση-βοή χορού αρχαίας τραγωδίας
 Θα χάσει η γη / θα χάσει η γη / Δεν το μπορεί / Δεν το μπορεί / Το μελανό της χρώμα
(Αλλαγή χρώματος)

ενώ η αυθεντική δραματική διάσταση στο ποίημα ‘’Τηλέφωνος θάνατος’’, λειτουργεί ως σηματωρός.  

Πως ταξιδεύει απ’ το τηλέφωνο ένας θάνατος;
Ποιο ρυμουλκό τον φέρνει στη ζωή μας;

Η ποιητική της αφήγησης συντίθεται ανάλογα με τα υλικά που διαθέτει ο δημιουργός  και αναδεικνύεται ανάλογα με τις ικανότητες, την φαντασία και την εμπειρία του.

Μα που αλλού να ολολύξω;/

Πόνος δικός μου είναι ο κόσμος/
Και μαύρο πάντα το κακό/
Όσο κι αν του λευκαίνουνε τα δόντια/
(Πυρκαγιά)

Σημασία έχει η αίσθηση και η επίγευση που αφήνει τελικά στον αναγνώστη η εκάστοτε κοινωνία του με τον ποιητικό λόγο. Και η επίγευση που αφήνει η ποίηση του Δημήτρη Περοδασκαλάκη είναι  πολυεπίπεδη, λεπταίσθητη και συνάμα δυνατή, όπως αυτή ενός εξαιρετικού και σπάνιου κρασιού που προορίζεται για απαιτητικούς ουρανίσκους.


Τα άψογα αισθητικά και μορφικά τούτα ποιήματα, που μας παραδίδει ο σεμνός, σπουδαίος ποιητής των Νεοελληνικών γραμμάτων, τα γραμμένα με  έμπνευση και μεγάλη γλωσσική και τεχνική δεινότητα , συμπεριλαμβάνονται  σ’ αυτά τα έργα, που μόνον  οξυδερκείς δημιουργοί-παρατηρητές και αναπλάστες μπορούν να συλλάβουν και να αποτυπώσουν με την τέχνη τους διαχρονικά.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Γεννήθηκε στο Καστέλλι Φουρνής Λασιθίου το 1965. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου και έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Υπηρετεί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διδάσκει στο Τμήμα Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Ρεθύμνου. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για την αρχαία ελληνική τραγωδία και τη νεοελληνική ποίηση. Έχει εκδώσει, μέχρι στιγμής  τέσσερις ποιητικές συλλογές. "Μες στο Λευκό και μες στο Μαύρο" (Γαβριηλίδης 2005), "Με τον ξένο" (Γαβριηλίδης 2008), ‘’Επί γαν μέλαιναν’’ Γαβριηλίδης 2012 κ ‘’Παιχνίδι ανοιχτό’’
Γαβριηλίδης 2015.

Επίσης το έργο ’’Σοφοκλής-Τραγικό θέαμα και ανθρώπινο πάθος’’ από τις εκδόσεις
Gutenberg.
 ________________


*Η Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη είναι συγγραφέας-ποιήτρια.