γράφει και επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου*
Αν πρέπει να αναζητήσουμε τις ρίζες της στερεότυπης αντίληψης για τον ρόλο της γυναίκας, αν πιστεύουμε πως κάτω από την επιφανειακή ισότητα δικαιωμάτων υποκρύπτεται ένα παχύ στρώμα καθιερωμένων αντιλήψεων που χτίζει νοοτροπίες και καθυστερεί την ουσιαστική συμπόρευση των δύο φύλων στις κοινωνικές δομές, τότε θα ήταν φρόνιμο να ξαναδιαβάσουμε τα κείμενα εκείνα που με τον ιερό μανδύα της άνωθεν αλήθειας έχτισαν σταθερά μέσα στους αιώνες τα θεμέλια των ανισοτήτων. Σ’ ένα τέτοιο κείμενο ρίχνει το βλέμμα της η Χλόη Κουτσουμπέλη στο νέο της βιβλίο «Το ιερό δοχείο», και ξαναδιαβάζει την ιστορία του κατακλυσμού, του Νώε και της Κιβωτού με μια διαφορετική οπτική, με ένα παιχνίδι ανατροπής των δεδομένων της πανάρχαιας αυτής ιστορίας, την οποία συναντάμε με τις παραλλαγές της σε διάφορους πολιτισμούς και θρησκευτικές παραδόσεις, ως απότοκο της ανάμνησης μιας παγκόσμιας περιβαλλοντικής καταστροφής.
Με την παρέμβαση της λογοτεχνικής γραφής παρακολουθούμε την ιστορία της Κιβωτού που πλέει στον πλημμυρισμένο παλαιό κόσμο για να διασώσει τα όντα του πλανήτη και να οριοθετήσει την απαρχή ενός νέου κόσμου, αθώου των ανομιών του παλαιού. Φυσικά πρόκειται για παρέμβαση, με την άδεια που παίρνει κάθε φορά ο συγγραφέας, όταν θελήσει να αλλοιώσει τα παραδεδομένα. Έτσι εδώ έχουμε μια μικρή (καθόσον αφορά μόνο ένα πρόσωπο) διαφοροποίηση των ατόμων που επιβαίνουν στην κιβωτό μετά από τη θεϊκή απόφαση. Η γυναίκα του Νώε, η Εμζάρα, εγκαταλείφθηκε πίσω ως ανίκανη πλέον (λόγω ηλικίας) να τεκνοποιήσει, και στη θέση της ο Νώε επιβίβασε στη σωστική Κιβωτό του τη νεαρή Σιγκάλ, γεγονός που προξενεί τα εχθρικά συναισθήματα των υπολοίπων ανδρών και γυναικών. Πώς να συμβιβαστούν με την ιδέα αυτή οι γιοι της νόμιμης συζύγου του Νώε, πώς να δεχθούν οι νύφες του την παρουσία αυτής της νεαρής, προκλητικής, χυμώδους συντρόφου του πατριάρχη τους;
Το εύρημα της συγγραφέως να γράφει η νεαρή Σιγκάλ γράμματα στη γυναίκα του Νώε, μας επιτρέπει να διαβάζουμε μέσα σ’ αυτά την ψυχή της και τη σκέψη της, έτσι όπως μεταπηδά από την έκπληξη στην αμηχανία και έπειτα στην απόγνωση, ανακαλύπτοντας ότι η σωτηρία της είναι συνυφασμένη με την υποδούλωσή της στις ορέξεις του αρσενικού κυρίαρχου.
«Απόφαση του Θεού και του Νώε, αυτοί οι δύο άντρες παίρνουν τις αποφάσεις»
Στη συνείδηση της νεαρής γυναίκας η ταύτιση των δύο προσώπων είναι αυτονόητη, σ’ έναν κόσμο που δέχεται τη φυσική (όπως διακηρύττει) τάξη του ανώτερου αρσενικού και του κατώτερου θηλυκού, και όπως είναι αναμενόμενο κατασκευάζει αρσενικό και το πρόσωπο του θεού που διαφυλάσσει αυτή την τάξη.
Ο ρόλος της γυναίκας που ακολουθεί ως νέα σύντροφος τον Νώε είναι προδιαγεγραμμένος. Θα τεκνοποιήσει, θα είναι το ιερό δοχείο που θα φέρει στον νέο κόσμο την ελπίδα της ανανέωσης, της νέας ηθικής πάνω στα συντρίμμια όλων των παλαιών που πια κρίθηκαν ανάξια διαιώνισης.
Άλλωστε αυτό συνάδει απολύτως με την κοινή αντίληψη:
«Σκέφτομαι και φαντάζομαι πολλά, αλλά δεν τα λέω στον Νώε, τα θεωρεί χαζά και με αποπαίρνει. Δεν του αρέσει η φαντασία στη γυναίκα. Ο Θεός δεν την προόρισε ούτε να φαντάζεται, ούτε να σκέφτεται πολύ, λέει. Αυτό είναι δουλειά του άντρα. Η γυναίκα είναι πλασμένη για να κυοφορήσει την νέα ζωή, αυτό είναι το αξιοθαύμαστο έργο, που έχει να επιτελέσει σ’ αυτή την γη.»
Έρχεται, έτσι, αναπόφευκτα στο μυαλό μας η ωφελιμιστική έννοια της χρησιμότητας, η οποία με την αλάνθαστη λογική της επιλέγει και διακρίνει τους χρήσιμους από τους άχρηστους. Υπό αυτή την έννοια ακριβώς η υπερήλικη γυναίκα του Νώε ήταν καταδικασμένη να πνιγεί, όταν τα νερά θα κατέκλυζαν τον κόσμο, και στη θέση της φυσικώ τω τρόπω θα σωζόταν η νέα και σφριγηλή δεκαοχτάχρονη Σιγκάλ. Ο παλαιός κόσμος έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τις ενοχές. Το χρήσιμο καθίσταται και ιερό. Μια αντίληψη που βιωματικά σαρώνει τις όποιες αμφιβολίες τρέφει ωστόσο και η γυναίκα του κόσμου αυτού:
«Για πρώτη φορά δίπλα σ’ αυτόν τον άντρα νιώθω χρήσιμη και σημαντική.»
Όταν μετά το υδάτινο ταξίδι των σαράντα ημερών η Κιβωτός θα βρει στέρεο έδαφος και θα αρχίσει η ζωή να κυλάει πάλι φυσιολογικά, τι αλήθεια περιμένουμε να δούμε; Υπάρχει περίπτωση με τα παλαιά υλικά να χτιστεί το καινούργιο; Πόσο σταθερές μείναν οι αντιλήψεις των ανθρώπων; Ο νέος κόσμος χτίζεται στα ασφαλή χνάρια του παλαιού;
Η Χλόη Κουτσουμπέλη με το αφήγημά της μας πήγε πολύ παλιά, μας έδειξε τον αρχέγονο χαρακτήρα των στερεοτύπων, κυρίως εντόπισε τον ρόλο της ίδιας της γυναίκας στη διαιώνισή τους. Γατί, πώς μπορεί να αλλάξει αυτός ο κόσμος, αν αυτή δεν συνειδητοποιήσει πως η τάξη της ανισότητας συνιστά ακριβώς το αντίθετό της, δηλαδή την αταξία;
Μήπως μια αμυδρή ελπίδα διαφοροποίησης των δεδομένων αυτών συνιστά η απρόσμενη σιωπηλή “συνωμοσία” των γυναικών της Κιβωτού, σε μια καθοριστική στιγμή που όλα κρίνονται; Θα μπορούσε κάτω από αυτό το πρίσμα να θεωρηθεί ελπιδοφόρο το μήνυμα που προκύπτει από την ανάγνωση του βιβλίου; Ας μη μας διαφεύγει ότι η νεαρή Σιγκάλ καταφεύγει στη γηραιά προκάτοχό της σε μια πηγαία ανάγκη της να μιλήσει σε σύμμαχο-γυναίκα που μπορεί να την καταλάβει, κι ας μην την ακούει, κι ας μη διαβάσει ποτέ τις σκέψεις της.
Δεν είναι περίεργο που προκύπτουν όλα αυτά τα ερωτήματα μετά την ανάγνωση. Όταν η λογοτεχνία καταπιάνεται με τόσο στερεοτυπικές αντιλήψεις, ίσως δεν αρκεί η μυθοπλασία της για να φωτίσει τις σκοτεινές γωνίες. Πόσο περισσότερο, όταν αναμετριέται με έναν παμπάλαιο μύθο.
Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστος και ο τίτλος του αφηγήματος. Αυτό το ιερό δοχείο φτιάχνει αναπόφευκτα συνειρμό με το ιερό δισκοπότηρο της χριστιανικής παράδοσης, που η αναζήτησή του συνιστά μια προσπάθεια του ανθρώπου να αναπλάσει τον κόσμο του μέσα από την ερμηνεία του μυστηριακού και υπερβατού, το οποίο συχνά ταυτίζεται με τη γυναικεία υπόσταση. Μια μετάδοση ζωής μέσω καταπάτησης του παλαιού και ανασύστασης του κόσμου. Μπορεί να είναι απλώς ένας συνειρμός που κι αυτός λογοτεχνική αδεία προκύπτει. Μπορεί και με τις συνδέσεις αυτές να πήγαν τα πράγματα λίγο πιο πέρα από αυτά που ίσως η συγγραφέας να ήθελε με τη γραφή της. Να προσμετρήσουμε κι αυτό το άνοιγμα της σκέψης στα θετικά του συγκεκριμένου έργου.
Οπωσδήποτε ένα πρωτότυπο στη σύλληψή του αφήγημα που μιλάει για τη διαχρονική μοίρα των ανθρώπων μέσα από την παλαιότερη ιστορία. Που συγκινεί με την παράλληλη μοίρα των δύο γυναικών, με τη μία να σώζεται υποδουλωμένη και την άλλη να χάνεται απελευθερωμένη. Ένα πολύ σύντομο στην έκτασή του γραπτό. Ίσα για να μας πει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Κοινότοπο; Ίσως όχι, αν σκεφτούμε πως το πρώτο βήμα για την οποιαδήποτε αλλαγή είναι η συνειδητοποίηση της κατάστασης των πραγμάτων. Η λογοτεχνία επιτελεί κάποιο σημαντικό έργο, όταν μας καθιστά αυτή την πραγματικότητα σαφή.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»(http://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2015/10/blog-post_24.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου