γράφει η Διώνη Δημητριάδου*
διηγήματα του Νικόλα Σεβαστάκη
εκδόσεις Πόλις
[…]
Στο γιατρό του που τον
ρώτησε «πώς αισθάνθηκε κατά τη στιγμή της πτώσης», έδωσε την απάντηση ότι
αποχωρίστηκε το σώμα του προσπαθώντας να ανοίξει μια τρύπα σε ένα πυκνά
πλεγμένο σύρμα, σε ένα είδος διχτυού.
«Σαν να βρισκόμουν,
γιατρέ, και στις δυο μεριές του φιλέ… Με καταλαβαίνετε;»
Στα όρια μιας πραγματικής (όπως αυτή παραπάνω) και μιας συμβολικής πτώσης βρίσκονται οι ήρωες των διηγημάτων του Νικόλα
Σεβαστάκη. Ή μήπως ο κόσμος είναι που ανατρέπεται μαζί με όσα τον κρατούσαν
όρθιο; Ελπίδες, αισιοδοξία, όνειρα. Μπορούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα σκηνικό
αργής σήψης; Οι ήρωες αυτοί είναι εικόνες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη του
συγγραφέα, που ανταποκρινόμενος στον ρόλο του (η γραφή απαιτεί πρωτίστως εναργή
συνείδηση που παρατηρεί και καταγράφει) αποκόπτει πρόσωπα και σκηνές από το
γύρω υπαρκτό σκηνικό, κατόπιν δημιουργεί ένα νέο, δικό του, και εντάσσει το
υλικό του εκεί μέσα σε αγαστή συνύπαρξη. Κάπως έτσι οι ήρωες αυτοί είναι
απολύτως αληθινοί, με τα λόγια τους να απηχούν τις προσωπικές μας σκέψεις:
[…]
«Εμείς δεν ήμασταν
έτσι», ψιθυρίζει στο μαξιλάρι της, πριν ναρκωθεί για τα καλά στον ύπνο δίχως
όνειρα, στον ύπνο της κουρασμένης ανθρωπότητας.
Αυτή η σύντομη γραφή, το διήγημα, πόσο πιστά μπορεί να
αποδώσει την πραγματικότητα γύρω μας; Αν κάποιος είναι συνηθισμένος στην
πρόσληψη της συνολικής εικόνας, έτσι όπως αποτυπώνεται στη μεγάλη αφήγηση (το
μυθιστόρημα) με δεδομένη ωστόσο την προϋπόθεση μιας σοβαρής επεξεργασίας του
μυθοπλαστικού υλικού που έχει στα χέρια του ο συγγραφέας, ίσως θεωρήσει ελλιπή
την εικόνα που προλαβαίνει να αιχμαλωτίσει η μικρή φόρμα του διηγήματος. Από
μια άλλη όμως οπτική γωνία, γίνεται φανερό ότι αυτή η αποσπασματική σε πρώτη
ματιά σκηνή μπορεί να αποδώσει όλη τη συγκίνηση, όλη την έκφραση συναισθημάτων
του ήρωα και μάλιστα μέσα στον λίγο χώρο αφήγησης και στον ελάχιστο χρόνο
ανάγνωσης που διαθέτει. Το αν φυσικά κερδίζει τον αναγνώστη σχετίζεται κυρίως
με την ικανότητα του συγγραφέα να απομονώνει τα άξια λόγου από όσα τον
περιτριγυρίζουν και να τα αποδίδει με τη γνώση του σύντομου χαρακτήρα του
εγχειρήματός του.
Στα συγκεκριμένα διηγήματα έχεις την αίσθηση ότι όσα έπρεπε
να ειπωθούν είναι σοφά ακουμπισμένα στις σελίδες τους. Στο τέλος της ανάγνωσης
νιώθεις ότι θα καταστρεφόταν η ισορροπία της ιστορίας, αν κάτι ακόμα γραφόταν. Για
παράδειγμα, στο τέλος του εξαιρετικού διηγήματος που δανείζει τον τίτλο του σε
όλη τη συλλογή, ο άντρας που πέφτει φθάνει
στη διατύπωση της σκέψης (ήδη αναμενόμενη αυτή από τον αναγνώστη) ότι:
Η Αμαλία δεν είναι πια
η πρώην γυναίκα του, αλλά η βασική ιδιότητα των πραγμάτων που τον
περιστοιχίζουν, η ονομασία της πραγματικότητας. Καθώς τινάζει τη σκόνη απ’ το
μπατζάκι του, νιώθει τη δύναμη της φωνής της: κομμάτια από το παρελθόν
μπερδεύονται στα πόδια του, αλλά εκείνος πρέπει να προχωρήσει, πρέπει να
προχωρήσει κόβοντας δρόμο.
Κάπως έτσι στέκεσαι, όσο το μπορείς, απέναντι στις αντιξοότητες
της ζωής σου. Και κάπως έτσι σηκώνεσαι και περπατάς ίσια πάλι, χωρίς να
σκοντάφτεις και να πέφτεις. Οι ήρωες των διηγημάτων ανησυχούν για
την τροπή που πήραν τα
πράγματα στον κόσμο μας
έρχονται αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους απώλειες
αφήνοντας να σπάνε
τα νερά της μνήμης
και διατηρούν μια φιλοσοφημένη στάση απέναντι στα αναπάντητα
γιατί που σταθερά επανέρχονται, μια
που αποδεικνύονται ίσως πιο αδύναμοι από όσο πίστευαν. Αυτούς τους ανθρώπους
που περιγράφει εδώ ο Νικόλας Σεβαστάκης νιώθεις να τους αγαπάς, να κατανοείς
τις εμμονές τους και να συμμερίζεσαι τον πόνο τους όταν καταρρέουν. Ίσως γιατί
είναι ο κόσμος που καταβυθίζεται συμπαρασύροντας και τους αβέβαιους βηματισμούς
τους. Έτσι ο τίτλος του διηγήματος (αλλά και ολόκληρης της συλλογής) «Άντρας
που πέφτει», έχει πια διπλή σημασία. Αυτός ο άντρας, ο άνθρωπος εν γένει,
πέφτει κατά μια φυσική ακολουθία. Το ενδιαφέρον στη ματιά του συγγραφέα
βρίσκεται στην προσπάθεια που κάνει για να σηκωθεί, να ανασυγκροτήσει τον
μικρόκοσμό του πρώτα και κατόπιν να αναρωτηθεί αν μπορεί να αλλάξει και το
περίβλημα. Δύσκολη υπόθεση, όπως εικαστικά υπογραμμίζεται και από την εύστοχη
εικόνα του εξωφύλλου. Τα μεγέθη είναι άνισα, ο άνθρωπος μικρός. Η πτώση
παραμονεύει ως ενδεχόμενο σε κάθε στραβοπάτημα. Κι όμως σε αυτά τα πρόσωπα που
απομονώνει η ματιά του Νικόλα Σεβαστάκη βλέπεις μια διάθεση ζωής, έναν αντίλογο
στη μίζερη και ζοφερή πραγματικότητα. Μάταιο όλο αυτό; Ίσως. Δεν μπορώ, ωστόσο,
να μη μεταφέρω εδώ τρεις σειρές από το «Τέλος
εποχής», το μεγαλύτερο διήγημα και το πλέον δηλωτικό της ευάλωτης ατομικότητας, που δίνουν
αυτό το ψήγμα ελπίδας:
Δεν του άρεσε του
εννιάχρονου το γράψιμο και ο μπαμπάς της προσπαθούσε μάταια να της εξηγήσει την
ομορφιά ενός μολυβιού που κινείται πάνω στο λευκό χαρτί όπως το πέδιλο του
χορευτή στον πάγο.
Η απόλυτη ομορφιά, η γοητεία του χαμένου πια, να επανέρχεται
εν είδει διδαχής, έστω και μάταιης. Ίσως αυτός ο κόσμος να μην έχει χάσει
εντελώς την ελπίδα του.
Διώνη Δημητριάδου
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου