Πρώτη δημοσίευση: http://frear.gr/?p=15644
Γιάχια Χάκι, Το καντήλι της Ουμ Χάσιμ, μτφρ. Ελένη Καπετανάκη, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2015.
«Κάθε φως υποδηλώνει μια σύγκρουση ανάμεσα σ’ ένα σκοτάδι που δειλιάζει κι ένα φως που αντιστέκεται».
O συγγραφέας Γιάχια Χάκι (1905- 1992) θεωρείται πρωτοπόρος διηγηματογράφος και πατέρας του αραβικού διηγήματος. Το πρώτο του διήγημα δημοσιεύτηκε το 1925. Στο βιβλίο του «Το καντήλι της Ουμ Χάσιμ» περιγράφει τον αγώνα ενός νέου Άραβα που φεύγει από το Κάιρο, τόπο καταγωγής του, και πηγαίνει στην Αγγλία να σπουδάσει. Εκεί έρχεται σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό, τα Φώτα του Διαφωτισμού, τη λογική και την επιστήμη, φτάνοντας στην απαλλαγή από τις προκαταλήψεις. Ο νεαρός Ίσμαήλ σπουδάζει γιατρός και μυείται στον ορθολογισμό μέσα από τις σπουδές του στην ιατρική αλλά και τον έρωτά του για μια Αγγλίδα συμφοιτήτριά, τη Μαίρη, η οποία τον βοηθά να ξεπεράσει το πολιτισμικό σοκ αλλά και να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα της ζωής:
«Η ζωή είναι μια αμφισβήτηση που διαρκώς αναπαράγεται».
Η περιπέτεια της συμφιλίωσης με τον εαυτό του και η ενηλικίωση του ήρωα περνάει διαδοχικά στάδια, στα οποία εναλλάσσεται το φως με το σκοτάδι όπως η μέρα με τη νύχτα. Αρχικά, ο Ισμαήλ περνάει από το φως της πατρίδας του στο σκοτάδι της παγωμένης Δύσης, το οποίο μετατρέπεται σε φως, καθώς τη γνωρίζει και εκτιμά τις αξίες της. Όταν επιστρέφει πίσω στην Αίγυπτο, νιώθει πως φεύγει από το φως της Δύσης και γυρνά στο σκοτάδι των προκαταλήψεων της πατρίδας του. Η νοσταλγία για τον τόπο τον κάνει να γυρίσει δοκιμάζοντας όμως αρνητικά συναισθήματα για τον λαό, και κατ’ επέκταση για τον εαυτό του:
«Όσο δυνάμωνε η αγάπη του για την Αίγυπτο τόσο μεγάλωνε κι η απέχθεια που ένιωθε για τους Αιγύπτιους».
Στην πορεία προς την ενηλικίωση ο ήρωας του Γιάχια Χάκι συγκρούστηκε με την οικογένειά του, που στερήθηκε για να τον στείλει να σπουδάσει γιατρός, αμφισβήτησε και συγκρούστηκε επίσης με όσα γαλουχήθηκε, όπως η πίστη και οι κανόνες της πατριαρχικής οικογένειας:
«Δεν είχε εις μάτην ζήσει στην Ευρώπη ασπαζόμενος τη γνώση και τη λογική της. Έμαθε ότι μεταξύ του ιδίου και όσων βρίσκονταν στο δρόμο του, θα διεξαγόταν ένας μακρύς αγώνας, παρόλο που τα νιάτα τον έκαναν να υποτιμά τις μάχες και τις δυσκολίες»
«Δεν ξέρω καμιά Ουμ Χάσιμ…»
«Τι λες; Αυτά έμαθες στις ξένες χώρες; Αυτό κερδίσαμε που σε στείλαμε έξω, να γυρίσεις άπιστος;»
H Ανατολή μάς κληροδότησε το παραμύθι και διέσωσε στην παράδοσή της το υπερβατικό στοιχείο, που χάθηκε με τον ορθολογισμό της Δύσης.
«Το καντήλι της Ούμ Χάσιμ» θα κάνει το θαύμα του θα θεραπεύσει το τράχωμα της Φάτιμα, της μέλλουσας γυναίκας του, που είχε εξελιχθεί σε τύφλωση, καθώς δεν μπόρεσαν τα φάρμακα να το θεραπεύσουν.
Ο ήρωας έκανε έναν αγώνα να «δει» δύο διαφορετικούς πολιτισμούς. Στο τέλος, κατάφερε να ενηλικιωθεί, να συμφιλιωθεί με την ταυτότητά του, τον τόπο καταγωγής του, αλλά και να χρησιμοποιήσει όσα του έμαθε η επαφή του με τον δυτικό πολιτισμό:
«Κι ήταν τότε που τα πρόσωπα συνομίλησαν μαζί του απ’ την αρχή, λέγοντας πράγματα που δεν είχε ξανακούσει. Τον άγγιξε πια μια ηρεμία, μια γαλήνη. Το σπαθί είχε μπει στη θήκη του».
Το βιβλίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει ένα ηθικό δίδαγμα, για κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από τη χώρα που γεννήθηκε, το οποίο καταλήγει στα γνωστά καβαφικά ποιήματα «Ιθάκη» και «Η Πόλις», όπου ο αλεξανδρινός Καβάφης διαπιστώνει «Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες./Η πόλις θα σε ακολουθεί.» και καταλήγει πως αυτό που μετράει είναι το ταξίδι.
Δεν γνωρίζω αν ο Γιάχια Χάκι γνώριζε τον Καβάφη ή άλλους Έλληνες λογοτέχνες. Οι πρόγονοί του είχαν μεταναστεύσει από την Τουρκία στην Ελλάδα και έπειτα στην Αίγυπτο. Σε δυο σημεία του βιβλίου αναφέρεται στην ελληνική παροικία αλλά μέσα από την καθημερινότητά του. «Το καντήλι της Ουμ Χάσιμ» γράφτηκε το 1940 και στο βιβλίο γίνονται αναφορές στο καθεστώς της αγγλικής αποικιοκρατίας, που κρατά τον λαό στην εξαθλίωση και τη φτώχεια. Ωστόσο, δεν υπάρχουν σαφείς πολιτικές αιχμές. Οι Έλληνες της Αιγύπτου κατοικούσαν στη χώρα από την αρχαιότητα, υπάρχουν αναφορές στον Ηρόδοτο, και οι περισσότεροι διώχθηκαν κατά την Αιγυπτιακή επανάσταση, με τον Νάσερ το 1952, καθώς οι Αιγύπτιοι αγωνίζονταν να απαλλαγούν από τη βρετανική επιρροή και να αποκτήσουν τον έλεγχο της οικονομίας τους.
Το βιβλίο έχει ενδιαφέρον, καθώς κοιτάζει τη Δύση από την οπτική γωνία ενός Άραβα και μάλιστα αναφέρεται σε θέματα πίστης των μουσουλμάνων. Μας βοηθάει να κατανοήσουμε αυτόν τον λαό και μας δείχνει πως καθετί ανθρώπινο μας αφορά. Ο άνθρωπος έχει τα ίδια όνειρα και τις ίδιες ανησυχίες και φόβους ακόμη και τους ίδιους δυνάστες, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματός του ή το θρήσκευμα. Σε μια πολυπολιτισμική και παγκοσμιοποιημένη κοινωνία οφείλουμε να κατανοήσουμε τον διπλανό μας και να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα, αφού μπούμε σε έναν διάλογο με αυτήν. Οι θρησκείες και οι διαφορετικοί πολιτισμοί μπορούν να αποφύγουν τη σύγκρουση μέσα από τον σεβασμό στο έτερο. Οφείλουμε, ειδικά στους καιρούς που ζούμε, να απομονώσουμε την άγνοια, πρέπει ωστόσο να υπάρχει βούληση γι’αυτό. Σήμερα, η Δύση και η Ανατολή καλούνται να συμφιλιωθούν και να αποτραπεί η σύγκρουση των θρησκειών που απειλεί τον πλανήτη. Το βιβλίο μιλάει προφητικά για την ανάγκη συμφιλίωσης, καθώς δείχνει δυο διαφορετικούς τρόπους αντίληψης και κοσμοθέασης. Δείχνει τι σκέφτονται οι «άλλοι», που δεν διαφέρει από αυτό που σκέφτονται οι δυτικοί. Εδώ ο Αιγύπτιος πατέρας μιλάει για τη Δύση:
«Τα ξένα!» Ο πατέρας πρόφερε τη φράση λες και δεχόταν ελεημοσύνη από έναν άπιστο, όχι από ταπείνωση μα για να τον πολεμήσει με τα ίδια όπλα.
Θίγεται έμμεσα και ένα σπουδαίο και φλέγον ζήτημα, αυτό της μετανάστευσης. Τότε ακόμη η μετανάστευση ήταν μη αναγκαστική και σχετιζόταν με το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Σήμερα, η μετανάστευση είναι ένα πλήγμα τόσο για την Ανατολή όσο και τη Δύση, που αδυνατεί να δώσει λύση στο πρόβλημα του ξεριζωμού.
Ο Γιάχια Χάκι έζησε στο εξωτερικό και υπηρέτησε ως διπλωμάτης αρχικά στην Τουρκία και μετά στη φασιστική Ιταλία. Ανήκε στους συγγραφείς που έθεσαν τα θεμέλια για τη λογοτεχνική αναγέννηση της Αιγύπτου. Αγάπησε την κλασική μουσική, μετέφρασε Στέφαν Τσβάιχ και συμμετείχε στη μετάφραση του βιβλίου του Μπόρις Πάστερνακ Δόκτωρ Ζιβάγκο.
Πίστευε πως «η γλώσσα δεν αποτελεί μόνο όχημα για να εκφράσουμε ή να αποτυπώσουμε ιδέες, αλλά το εργαλείο της συγγραφικής διαδικασίας». Η κοσμοθεωρία του εκφράζεται μέσα από τα έργα του και η ουσία της συμπυκνώνεται στο ότι «πηγή και αφετηρία όλων είναι η ανθρώπινη θέληση».
Η μεταφράστρια του βιβλίου Ελένη Καπετανάκη ασχολείται με τη μετάφραση αραβικών κειμένων πάνω από δέκα χρόνια. Το επόμενο βιβλίο της αφορά τον Σαλαντίν, τη μεγάλη αυτή ιστορική φυσιογνωμία του 12ου αιώνα, αυτόν που ένωσε τους Άραβες στην Γ΄Σταυροφορία. Η μετάφραση έγινε από το αντίγραφο που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Τεμένους του αλ Άκσα, στην Ιερουσαλήμ.
Η γέφυρα της κατανόησης των πολιτισμών στήνεται με τη γνώση και αυτή αποκτάται μέσα από την προσπάθεια μετάφρασης και της αραβικής λογοτεχνίας. Η Ελλάδα, άλλωστε, βασίστηκε πάνω στην αιγυπτιακή σοφία και γονιμοποιώντας την έφτασε, κατά την αρχαιότητα, την τέχνη και τις επιστήμες στο ύψος που μας παραδόθηκαν. Οι Άραβες διέσωσαν κατά το τέλος του Βυζαντίου κομμάτια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ανέπτυξαν τα μαθηματικά και, μέσα από όσα διέσωσαν και καλλιέργησαν, συνέβαλαν στη δημιουργία του δυτικού πολιτισμού.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: David Roberts.]
* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου